Ο εφησυχασμός της κοινωνίας, η αδράνεια και ο συμβιβασμός είναι η αχίλλειος πτέρνα της δημοκρατίας και των θεσμών της

fb

Η έκταση της μετανάστευσης στην Ελλάδα. Δικαιώματα και υποχρεώσεις αλλοδαπών

Αλέξανδρος  Ζαβός
Πρόεδρος Εθνικού Κέντρου Μετανάστευσης

Σε χρονικό διάστημα λοιπόν μικρότερο των 15 ετών η Ελλάδα δέχτηκε ένα χωρίς προηγούμενο αριθμό μεταναστών οι δε ελληνικές αρχές είχαν να αντιμετωπίσουν μια αιφνιδιαστική εξέλιξη και αναγκάστηκαν να λάβουν με μεγάλη ταχύτητα σημαντικά μέτρα ώστε να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα...... ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αλλοδαπός, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 1 περ. α΄ του ν.3386/2005, είναι κάθε φυσικό πρόσωπο που δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια ή πρόσωπο που δεν έχει ιθαγένεια (ανιθαγενής). Ο πληθυσμός της Ελλάδας αποτελείται από ημεδαπούς (άτομα που έχουν την ιθαγένεια της χώρας) και αλλοδαπούς (άτομα που δεν έχουν την Ελληνική ιθαγένεια). Ως ημεδαπός θεωρείται και το άτομο που έχει την ελληνική ιθαγένεια και ταυτόχρονα και μια άλλη (πολυϊθαγενής). Ιδιαίτερη κατηγορία αλλοδαπών αποτελούν οι ελληνικής καταγωγής (ομογενείς) οι οποίοι συχνά απολαμβάνουν ευνοϊκής μεταχειρίσεως σε σχέση με τους λοιπούς αλλοδαπούς, σύμφωνα με το άρθρο 108 του ελληνικού Συντάγματος. Περαιτέρω αν και εντάσσονται στην έννοια του αλλοδαπού και οι υπήκοοι των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ιδιαίτερο καθεστώς αυτών, οι οποίοι ως έχοντες την «ευρωπαϊκή ιθαγένεια» τακτοποιούνται εντελώς διαφορετικά με βάση το κοινοτικό δίκαιο που σε πολλές περιπτώσεις τους εξισώνει με τους ημεδαπούς υπηκόους, δεν θα μας απασχολήσει επίσης στα πλαίσια της παρούσας εισήγησης η οποία ασχολείται βασικά με την παρουσίαση της εξέλιξης των πραγματικών συνθηκών του θέματος των αλλοδαπών την τελευταία 15ετία και το νομικό καθεστώς που αφορά τα δικαιώματα και τους περιορισμούς των αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών πλην της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Τέλος οι αιτούντες άσυλο και οι χαρακτηρισθέντες ως  πρόσφυγες αποτελούν ειδική κατηγορία και το νομικό καθεστώς αυτών δεν αποτελεί αντικείμενο της εισήγησης. Η  ΝΕΑ  ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ  ΤΗΝ  ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ  15ΕΤΙΑ Η Ελλάδα από χώρα εξαγωγής μεταναστών μετατράπηκε ιδιαίτερα από το 1990 και μετά σταδιακά σε χώρα υποδοχής διαρκώς αυξανόμενου αριθμού μεταναστών. Ενώ το 1990, το ποσοστό των αλλοδαπών που διέμεναν στην Ελλάδα αναλογούσε στο 1,4% του συνολικού πληθυσμού της χώρας η απογραφή του 2001 τοποθετεί τους αλλοδαπούς στο 7% του συνολικού πληθυσμού, (8,1% σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat) αλλά σύμφωνα με άλλες πηγές ο αριθμός αυτός υπολογίζεται στο 10% εάν ληφθούν υπόψη οι αλλοδαποί που δεν δήλωσαν την παρουσία τους κατά το χρόνο της απογραφής. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλη αύξηση αλλοδαπών σημειώθηκε, εκτός από την Ελλάδα, στην Ισπανία (από 1% το 1990 σε 6,6% το 2004), στην Ιρλανδία (από 2,3% σε 7,1%), στην Ιταλία (από 0,6% σε 3,4%) και στην Αυστρία (από 5,7% σε 9,4%). Συνολικά, σε περίπου 25 εκατομμύρια υπολογίζονται οι αλλοδαποί που διαμένουν στα κράτη – μέλη της Ε.Ε. Οι περισσότεροι εξ αυτών προέρχονται από μη κοινοτικές χώρες αν και υπάρχουν χώρες όπου η πλειονότητα των αλλοδαπών προέρχεται από άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. (όπως π.χ. το Λουξεμβούργο, όπου η πλειονότητα των αλλοδαπών είναι Πορτογάλοι). Σε χρονικό διάστημα λοιπόν μικρότερο των 15 ετών η Ελλάδα δέχτηκε ένα χωρίς προηγούμενο αριθμό μεταναστών οι δε ελληνικές αρχές είχαν να αντιμετωπίσουν μια αιφνιδιαστική εξέλιξη και αναγκάστηκαν να λάβουν με μεγάλη ταχύτητα σημαντικά μέτρα ώστε να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα. Ειδικότερα εξετάζοντας τα μεγάλα αστικά κέντρα είναι προφανές ότι υπάρχουν συγκεντρώσεις αλλοδαπού πληθυσμού. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση αλλοδαπών τρίτων χωρών (εκτός ΕΕ) παρατηρείται στο Δήμο Αθήνας με 132.000 μετανάστες που αποτελούν το 17% του συνολικού πληθυσμού. Η Θεσσαλονίκη ακολουθεί με 27.000 αλλοδαπούς που αποτελούν το 7% του πληθυσμού. Μετά από αυτές τις περιοχές ακολουθούν τα προάστια της Αθήνας. Τα νησιά δείχνουν επίσης μεγάλα ποσοστά μεταναστών (π.χ. Κρήτη, Ρόδος, Κέρκυρα και Ζάκυνθος). Η Βόρεια Ελλάδα, ακόμα και όπου υπάρχουν μεγάλοι αριθμοί μεταναστών, έχει χαμηλές συγκεντρώσεις αλλοδαπού πληθυσμού (π.χ. 1 – 3% στις Σέρρες, τη Δράμα, την Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη).  Από την άποψη των εθνοτήτων με εξασφαλισμένες άδειες παραμονής τα αθροιστικά στοιχεία (απογραφή, άδειες 2003 – 2004) εμφανίζουν τους Αλβανούς οι οποίοι έχουν εξασφαλίσει άδεια να αριθμούν τους 432.120, τους Βούλγαρους να ανέρχονται σε 66.787, τους Ρουμάνους σε 29.108, τους Ουκρανούς σε 23.008 και ακολουθούν οι μετανάστες από χώρες της Ασίας (Κινέζοι, Πακιστάν Ινδία, Φιλιππίνες…). Όλες οι εθνικότητες δείχνουν μια σημαντική αύξηση στις άδειες σε σύγκριση με την απογραφή εκτός από τους Πολωνούς (σημαντική μείωση) και τους Φιλιππινέζους (το ίδιο).  Από την άποψη των φύλων η Συρία δείχνει 90% άντρες, η Αίγυπτος πάνω από 90%, η Ρουμανία  πάνω από 60% και η Αλβανία από 58% πριν την απογραφή 76%. Αυτή η τάση υποδηλώνει την αυξημένη χρήση του αντρικού εργατικού δυναμικού βαριάς χρήσης   και είναι συνεπής με την εκτεταμένη κατασκευαστική εργασία τη διετία πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004. Οι ανισορροπίες στα φύλα μεταξύ των εθνικοτήτων έχουν επίσης επιδεινωθεί, λόγω των εξής δεδομένων:  Οι Φιλιππίνες, η Ουκρανία και η Ρωσία είναι τώρα κατά 80% θηλυκού γένους. (με δεδομένο της Απογραφής 25 – 40%).    Όσον αφορά τη διάρκεια της παραμονής (με βάση τα δηλωθέντα στοιχεία κατά την απογραφή του 2001) περίπου οι μισοί Αλβανοί άντρες ισχυρίστηκαν ότι είναι στην Ελλάδα περισσότερα από 5 χρόνια και ανάλογα περίπου το 40% των Αλβανίδων. Οι μετανάστες από τις Φιλιππίνες και μέχρι ενός σημείου από την Αίγυπτο και την Πολωνία, φαίνεται σε μεγάλο ποσοστό να παραμένουν στην Ελλάδα για περισσότερο από 5 χρόνια. Πρόσφατοι μετανάστες από τη Βαλκανική και την Ευρώπη απάντησαν κυρίως 1 – 5 χρόνια, όπως έπραξαν αυτοί από το Πακιστάν, την Ινδία και το Μπαγκλαντές. Μόνο οι Μολδαβοί δεν αποτελούν μόνιμους κατοίκους για περισσότερο από 5 χρόνια καθώς και οι άρρενες Ουκρανοί. Περίπου το 80% του πληθυσμού μεταναστών της Ελλάδας βρίσκεται στη χώρα για τουλάχιστον 5 χρόνια.    Ο κυριότερος λόγος για τη χορήγηση αδειών παραμονής αφορά την εξαρτώμενη εργασία, τουλάχιστον κατά 68% του συνόλου. Ακολουθεί με 12% η επανένωση οικογενειών και οι αυτοαπασχολούμενοι, οι σύζυγοι υπηκόων της Ε.Ε (υποθετικά, κυρίως Ελλήνων) ακολουθούν με 3%, μαζί με τους εποχιακούς εργάτες (από τη Βουλγαρία, την Αλβανία και την Αίγυπτο) στο 2%.  Η μεγάλη πλειοψηφία των αδειών  λοιπόν απονέμονται για λόγους εργασίας.   (εξαρτημένη, αυτοαπασχολούμενοι, εποχιακοί εργάτες.  Τα στελέχη επιχειρήσεων δείχνουν ένα αξιοσημείωτο συνδυασμό επιχειρηματιών από λιγότερο αναπτυγμένες χώρες με τις Φιλιππίνες να καταλαμβάνουν το 18% αυτών των αδειών. Η οικογενειακή συνένωση κυριαρχείται από τους Αλβανούς σε ποσοστό 80% του συνόλου.  Η παραμονή για λόγους σπουδών είναι πολύ πιο ανομοιογενής, παρόλο ότι οι Αλβανοί είναι η πρώτη εθνικότητα με μόνο 17%, οι άλλες βαλκανικές χώρες είναι αναλογικά παρούσες, αλλά οι Κινέζοι, οι Γιουγκοσλάβοι, οι Σύριοι και οι Ιορδανοί κυριαρχούν με μεγάλους αριθμούς όπως και οι Παλαιστίνιοι.   Τέλος, οι σύζυγοι των υπηκόων της Ε.Ε. είναι μια ενδιαφέρουσα κατηγορία αφού υποδηλώνει ένα βαθμό της αφομοίωσης των διαφόρων εθνικών ομάδων στην Ελληνική κοινωνία.  Οι  Αλβανοί έχουν μειωμένη εκπροσώπηση, με 17% του συνόλου των μεταναστών ενώ οι Βούλγαροι εκπροσωπούνται αναλογικά. Οι άλλες κύριες εθνικότητες μεταναστών έχουν μεγάλη ποσοστιαία αναλογία: Ρώσοι  10%, Ουκρανοί 9%, Ρουμάνοι 7% και Γεωργιανοί 6%.  Όσον αφορά τις διαφορές στα φύλα είναι οι γυναίκες από την Αλβανία, τη Βουλγαρία, την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Ρουμανία που έχουν παντρευτεί Έλληνες άντρες.  Οι  (κατά πολύ λιγότεροι σε αριθμό) άντρες που έχουν παντρευτεί Ελληνίδες είναι Αλβανοί, Γεωργιανοί, Αιγύπτιοι, Ρώσοι και Αμερικάνοι, αν και υπάρχουν σημαντικά ποσοστά εκπροσώπησης άλλων εθνικοτήτων, όπως Αρμένιων, Σύριων και Τούρκων. Ο γάμος Πακιστανών και Ινδών με Ελληνίδες βρίσκεται σε πολύ μικρό αριθμό αναλογικά με την παρουσία τους στην Ελλάδα.  Εξάλλου όσον αφορά το είδος απασχόλησης παρατηρείται ότι ο αντρικός πληθυσμός των μεταναστών από χώρες εκτός της Ε. Ε. επικεντρώνεται στους τομείς των οικοδομικών έργων, της γεωργίας και της βιομηχανίας και σε κάποια παρουσία στον τομέα του τουρισμού.  Όσον αφορά την απασχόληση των γυναικών σημαντική παρουσία έχουν οι Αλβανίδες, οι Βουλγάρες, οι Ουκρανές, οι Γεωργιανές, οι Ρουμάνες, οι Ρωσίδες, οι Φιλιππινέζες. Η οικιακή απασχόληση εκτιμάται ότι αποτελεί το περισσότερο από το 50% του της απασχόλησης του συνόλου του πληθυσμού των γυναικών μεταναστών, με εξαίρεση τις Ρουμάνες και τις Βουλγάρες που απασχολούνται και στη γεωργία και στον τουρισμό.  Από το σύνολο των 231.731 ασφαλισμένων αλλοδαπών ανδρών στο ΙΚΑ το 50% αφορά οικοδομικά έργα ενώ άλλοι σημαντικοί τομείς είναι το λιανικό εμπόριο 7%, τα ξενοδοχεία και εστιατόρια 7%, οι κατασκευές 4%, τα μεταλλικά προϊόντα 3% και η βιομηχανία τροφίμων 3%. Ο συνολικός αριθμός των ασφαλισμένων αλλοδαπών γυναικών στο ΙΚΑ είναι 102.012. Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών βρίσκεται στα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια (28%) με την οικιακή απασχόληση στο 20% . Ακολουθούν μετά το χονδρικό εμπόριο με 7%, το λιανικό εμπόριο με 6% και η βιομηχανία τροφίμων με 4%.  Γενικά τα επίπεδα ασφαλισμένων στο ΙΚΑ είναι χαμηλά σε σχέση με τα στοιχεία των αδειών παραμονής. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των ασφαλισμένων οικιακών βοηθών είναι χαμηλός. Επιπλέον η νομοθετική ρύθμιση που επιτρέπει στου μετανάστες να πληρώνουν τις εισφορές που δεν πλήρωσαν οι εργοδότες τους συμβάλλει στην απόκρυψη της πραγματικότητας για την εργασιακή κατάσταση των μεταναστών. Δεν είναι μόνο μια διάκριση σε βάρος των μεταναστών αλλά αποτελεί μια μεταφορά οικονομικής υποχρέωσης του (Έλληνα) εργοδότη στον μετανάστη, που λειτουργεί ως ένα επιπλέον είδος φόρου που δεν πληρώνουν οι Έλληνες εργαζόμενοι. Είναι επίσης και ένα σοβαρό πρόβλημα για τη διεξαγωγή οικονομικών αναλύσεων. Τέλος κατά την αρχική φάση της μαζικής  μετανάστευσης στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρχαν μικροί αριθμοί αλλοδαπών παιδιών. Όσα έφτασαν αρχικά στη χώρα δεν εντάχθηκαν στο σύστημα εκπαίδευσης.  Από τα μέσα όμως της δεκαετίας του 1990 υπήρξε μια εμφανής αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών μαθητών που εντάχθηκαν στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Αυτό είναι αποτέλεσμα εν μέρει της πρόσφατης ανοχής της παράνομης θέσης των γονέων τους  (όπως απαιτείται από τη Συνθήκη για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ), εν μέρει εξαιτίας των προγραμμάτων νομιμοποίησης από το 1997 και μετά και εν μέρει από τα μέτρα του Ελληνικού Κράτους για την οικογενειακή συνένωση των μεταναστών.  Δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που να συλλέγονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για τον υπολογισμό του αριθμού των αλλοδαπών μαθητών στα Ελληνικά σχολεία ωστόσο με ανεπίσημα στοιχεία υπήρξε μια ταχύτατη αύξηση του αριθμού τους (συμπεριλαμβανομένων των ομογενών) από 44.000 στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1996 στις 86.000 το 2000 και στις 119.000 το 2003. Με τους αριθμούς των Ελλήνων μαθητών να μειώνονται αυτό συνεπάγεται και αύξηση στο ποσοστό των αλλοδαπών μαθητών στο Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το ποσοστό του 10,6% στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση για το 2003 – 4 αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια.  Το Υπουργείο Παιδείας έχει δημοσιεύσει στοιχεία για το σχολικό έτος 2003 – 4 στα οποία εμφανίζονται 97.000 αλλοδαποί μαθητές και 31.000 παλιννοστούντες / ομογενείς μαθητές.  Η πλειοψηφία των μαθητών αυτών ανήκει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.  Επιπλέον και για τις δυο κατηγορίες οι άρρενες μαθητές εγκαταλείπουν το εκπαιδευτικό σύστημα πριν το Λύκειο ή το Τ.Ε.Ε.  Αυτό είναι εμφανές απ’ το υψηλότερο ποσοστό των κοριτσιών σε αυτό το επίπεδο της εκπαίδευσης. ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Η προστασία των δικαιωμάτων των μεταναστών βάσει διεθνών συμβάσεων Με βάση το πολιτικό υπόβαθρο, ο εθνικός νομοθέτης θεσπίζει περιορισμούς στα δικαιώματα των αλλοδαπών για λόγους ασφάλειας, δημογραφικούς ή δημοσιονομικούς χωρίς όμως να μπορεί να υπερβεί κάποια όρια που καθορίζονται από τις διεθνώς αναγνωρισμένες από τα πολιτισμένα έθνη γενικές αρχές του δικαίου  και τις Διεθνείς Συμβάσεις από τις οποίες πηγάζει υποχρέωση να εξασφαλίζονται στους αλλοδαπούς ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες. (οι τελευταίες άλλωστε με βάση το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος από την επικύρωσή τους αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε αντίθετη διάταξη νόμου).   Σημαντικότερες τέτοιες διεθνείς πηγές αποτελούν: Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που ψηφίστηκε από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. στις 10.12.1948, η οποία ρητά αποδέχεται τη σύγχρονη αντίληψη περί κοινωνικής ασφάλειας και εγγυάται τα βασικά δικαιώματα ανεξαρτήτως ιθαγένειας. Τα σημαντικότερα, πάντως, διεθνή κείμενα προστασίας δικαιωμάτων των μεταναστών σε οικουμενικό επίπεδο είναι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Προστασία των Δικαιωμάτων των Μεταναστών Εργατών και των Μελών των Οικογενειών τους, και η Διεθνής Σύμβαση για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων και, σε επίπεδο Συμβουλίου της Ευρώπης, η Συνθήκη-Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων, καθώς και ο αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Νομικό Καθεστώς των Μεταναστών Εργαζομένων και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια. Σε αυτά τα διεθνή κείμενα αρχών καταγράφονται οι κατευθυντήριες αρχές για την ανάληψη σχετικών πρωτοβουλιών σε επίπεδο εσωτερικής έννομης τάξης. Οι Συμβάσεις του Ο.Η.Ε.  και της Δ.Ο.Ε. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Προστασία των Δικαιωμάτων των Μεταναστών Εργατών και των Μελών των Οικογενειών τους (18 Δεκ. 1990) εγγυάται ίση προστασία των δικαιωμάτων σε όλους τους μετανάστες. Το άρθρο 7 αυτής ορίζει ότι τα κράτη "αναλαμβάνουν, σύμφωνα με τα διεθνή κείμενα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, να σεβαστούν και να εξασφαλίσουν σε όλους τους διακινούμενους εργαζομένους και τα μέλη των οικογενειών τους που βρίσκονται στο έδαφός τους ή υπάγονται στην αρμοδιότητά τους τα δικαιώματα που προβλέπονται στη Συνθήκη χωρίς διάκριση οποιουδήποτε είδους". Σημαντική είναι επίσης και η Διεθνής Σύμβαση για την εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων (7 Μαρτίου 1966). Κατά το άρθρο 5 αυτής: "Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 αυτής της Συνθήκης, τα κράτη αναλαμβάνουν να απαγορεύσουν και να εξαλείψουν τις φυλετικές διακρίσεις σε όλες τις μορφές τους και να εγγυηθούν το δικαίωμα του καθένα, χωρίς διάκριση ως προς τη φυλή, το χρώμα ή την εθνική προέλευση, στην ισότητα ενώπιον του νόμου, ιδίως ως προς την απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλεια». Το τελευταίο διάστημα γίνεται προσπάθεια αντιμετώπισης ρατσιστικών φαινομένων σε επίπεδο διαδικτύου. Στο πλαίσιο αυτό συνάφθηκε Σύμβαση για το Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο στις 23 Νοεμβρίου 2001 και το Πρόσθετο Πρωτόκολλό της που αφορά στην ποινικοποίηση πράξεων ρατσιστικού και ξενοφοβικού χαρακτήρα που διαπράττονται μέσω συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η Ελλάδα έχει υπογράψει, δεν έχει όμως ακόμη κυρώσει τα δύο αυτά νομικά κείμενα. Οι Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας (ΔΣΕ) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) κατοχυρώνουν γενικά ίση προστασία των δικαιωμάτων που αφορούν, ανεξαρτήτως ιθαγένειας. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στη ΔΣΕ 11 σχετικά με την ισότητα μεταχείρισης (1962), που ορίζει ότι κάθε κράτος-συμβαλλόμενο μέρος υποχρεώνεται να χορηγήσει στο έδαφός του στους υπηκόους οποιασδήποτε άλλης χώρας ισότητα μεταχείρισης σε ό,τι αφορά στα δικαιώματα κοινωνικής ασφάλειας. Οι συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αποτελεί το βασικό κείμενο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο επίπεδο της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ούτε όμως αυτή ούτε κάποια άλλη διεθνής συνθήκη εξασφαλίζει ένα γενικό δικαίωμα των αλλοδαπών να εισέλθουν, να κατοικήσουν ή να εγκατασταθούν σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Ο Κοινωνικός Χάρτης περιέχει ένα άρθρο (18), που κατοχυρώνει για τους διακινούμενους εργαζομένους το δικαίωμα να συμμετέχουν στην επαγγελματική ζωή στο έδαφος άλλων συμβαλλόμενων μερών, υπό περιορισμούς για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους. Εντούτοις, το παράρτημα δηλώνει σαφώς ότι η πρόβλεψη αυτή δεν κατοχυρώνει δικαίωμα εισόδου στο εθνικό έδαφος και ισχύει μόνο για τους αλλοδαπούς που βρίσκονται ήδη νομίμως εκεί. Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικό για τα δικαιώματα μεταναστών και αλλοδαπών είναι το 12° Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Σε ότι αφορά στα κοινωνικά δικαιώματα, ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (1961, τροπ. 1991, 1996) αποτέλεσε το πρώτο σφαιρικά περιεκτικό διεθνές κείμενο προστασίας κοινωνικών δικαιωμάτων. Αντίθετα, πάντως, από την Ε.Σ.Δ.Α., ο Χάρτης ισχύει μόνο για τους μετανάστες και διακινούμενους εργαζομένους που είναι υπήκοοι των υπογραφόντων κρατών. Στο πρώτο μέρος του Χάρτη καθορίζονται, σε επίπεδο αρχών, οι σκοποί της κοινωνικής πολιτικής, ενώ στο δεύτερο μέρος αναγνωρίζονται ρητά δικαιώματα και συναφείς υποχρεώσεις των κρατών μελών. Τα δικαιώματα των αλλοδαπών και μεταναστών κατοχυρώνονται αναλυτικότερα στα άρθρα 18 και 19. Για την προστασία τους, αλλά και για την προστασία των λοιπών δικαιωμάτων, ο Χάρτης (άρθρο 12) υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να παρέχουν την ελάχιστη προστασία κοινωνικής ασφάλειας, τουλάχιστον στα επίπεδα της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 102 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, συνδυάζοντας την όμως και με την υποχρέωσή του να βελτιώνουν διαρκώς το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Όμως ο Χάρτης καθιερώνει απλώς αντικειμενικές υποχρεώσεις των κρατών και όχι υποκειμενικά δικαιώματα. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι χωρίς νομοθετική εξειδίκευση δεν μπορεί να γίνει επίκληση στις διατάξεις του ενώπιον των δικαστηρίων, πράγμα που δέχεται πάγια και η ελληνική νομολογία. Ιδιαίτερης σπουδαιότητας είναι και οι εξής συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης: Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Νομικό Καθεστώς των Μεταναστών Εργαζομένων (1977), η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια, η Ευρωπαϊκή Συνθήκη για την Κοινωνική Ασφάλιση (1972) και ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Κοινωνικής Ασφάλισης (1964). Τα δύο τελευταία κείμενα εξασφαλίζουν για τους υπηκόους όλων των συμβαλλόμενων μερών και για τους πρόσφυγες ισότητα μεταχείρισης στην κοινωνική ασφάλεια. Δικαιώματα και περιορισμοί των αλλοδαπών υπό το πρίσμα των διατάξεων του  Συντάγματος Οι περιορισμοί στους οποίους υποβάλλεται η δραστηριότητα των αλλοδαπών στην ημεδαπή αφορούν τον αποκλεισμό τους από την απόκτηση ορισμένων δικαιωμάτων ή τη θέσπιση ειδικών προϋποθέσεων (που δεν υφίστανται για τους ημεδαπούς) για την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων. Στον τομέα των πολιτικών δικαιωμάτων για παράδειγμα η άρνηση δικαιωμάτων στους αλλοδαπούς αποτελεί τον κανόνα και εξαίρεση η χορήγηση σ’ αυτούς δευτερεύουσας μάλλον σημασίας δικαιωμάτων. Αντίθετα στον τομέα των ατομικών δικαιωμάτων καθώς και των αστικών αποτελεί αρχή η χορήγηση στους αλλοδαπούς κάθε δικαιώματος και εξαίρεση η άρνηση προς αυτούς ορισμένων δικαιωμάτων.  Η Ελληνική Πολιτεία έχει ήδη προβεί σε ρυθμίσεις για την εξασφάλιση «ελάχιστου ορίου» έννομης προστασίας των αλλοδαπών μέσω των διατάξεων του Συντάγματος όσον αφορά τα ατομικά δικαιώματα, μερικά από τα οποία όμως τα εγγυάται μόνο υπέρ των ημεδαπών.  Όταν  το Σύνταγμα δεν θέλει να κάνει διάκριση μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών χρησιμοποιεί τον όρο «καθένας» ή «κανένας». Εξάλλου και όταν ένα ατομικό δικαίωμα κατοχυρώνεται χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των υποκειμένων του πρέπει να θεωρείται ότι αναγνωρίζεται ως συνταγματικά κατοχυρωμένο και για τους αλλοδαπούς.  Η παράλειψη  της συνταγματικής κατοχύρωσης ενός ατομικού δικαιώματος για τους αλλοδαπούς δεν σημαίνει άνευ άλλου τινός άρνηση του δικαιώματος αυτού στους αλλοδαπούς αλλά έλλειψη συνταγματικών εγγυήσεων για το εν λόγω δικαίωμα. Ειδικότερα τα ατομικά δικαιώματα που το Σύνταγμα κατοχυρώνει για όλους χωρίς διακρίσεις είναι τα αναφερόμενα: Στα άρθρα 5 παρ.2, 3 και 5  που αφορούν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας, της υγείας και της γενετικής ταυτότητας.  Κατά την παρ.4 του ίδιου άρθρου η ελεύθερη είσοδος και έξοδος στη χώρα και η ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση σ’ αυτή κατοχυρώνεται μόνο για τους Έλληνες.  Παρόλη τη μη συνταγματική κατοχύρωση εισόδου - εξόδου, παραμονής, ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης των αλλοδαπών στην ημεδαπή υπάρχει υποχρέωση από το Διεθνές Δίκαιο να μην επιβάλλονται αδικαιολόγητοι περιορισμοί από τα διάφορα κράτη στην εν λόγω ελευθερία. Εξάλλου αποτελεί βασική αρχή του Δ.Δ.Δ. και θεσπίζεται από το άρθρο 13  παρ.1 της Οικουμενικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης του αλλοδαπού στη χώρα υποδοχής, όπως και το δικαίωμα της επιλογής κατοικίας στο εσωτερικό της χώρας. Προϋπόθεση όμως για την προστασία των δικαιωμάτων αυτών είναι η νόμιμη είσοδος στη χώρα υποδοχής, είσοδος που, συνήθως συνοδεύεται από χρονικούς περιορισμούς και ειδικές προϋποθέσεις. Ακολούθως το δικαίωμα στην πληροφόρηση και το δικαίωμα της συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας  είναι εγγυημένο με το ίδιο περιεχόμενο για όλους χωρίς διακρίσεις ιθαγένειας (άρθρο 5Α), όπως και η απαγόρευση σύλληψης και φυλάκισης χωρίς δικαστικό ένταλμα (με την εξαίρεση επί αυτόφωρων εγκλημάτων) η απαγόρευση των βασανιστηρίων καθώς και η αποζημίωση όσων στερήθηκαν παράνομα την προσωπική τους ελευθερία (άρθρα 6 και 7), ο σεβασμός της οικογένειας και της ιδιωτικής ζωής (άρθρα 9 και 9Α), το δικαίωμα του αναφέρεσθαι (άρθρο 10), η ελευθερία έκφρασης (άρθρο 14), η απαγόρευση στέρησης της ιδιοκτησίας παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια όπως ορίζει ο νόμος (άρθρο 17), το απαραβίαστου του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας (άρθρο 19), το δικαίωμα της παροχής δικαστικής προστασίας και προηγούμενης ακρόασης  (άρθρο 20). Συνταγματικά κατοχυρωμένη για όλους είναι επίσης η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 13) ενώ τα ζητήματα που ανακύπτουν σχετικά με την ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παρ.2) δεν έχουν να κάνουν με διακρίσεις λόγω ιθαγένειας αλλά αφορούν προβλήματα της ελληνικής πολιτείας γενικά για τους πολίτες που δεν ασπάζονται την κατ’ άρθρο 3 παρ.1 του Συντάγματος «επικρατούσα θρησκεία» και πηγάζουν από τη σχέση Εκκλησίας - Κράτους, ζητήματα που η Ελλάδα καλείται να λύσει ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των πολιτών που αφορούν. Περαιτέρω αξίζει να σημειωθεί όσον αφορά το δικαίωμα συναθροίσεως και σύστασης ενώσεων ότι τα άρθρα 11 παρ.1 και 12 παρ.1 του Συντάγματος κατοχυρώνουν τα δικαιώματα αυτά μόνο για τους έλληνες χωρίς βέβαια να απαγορεύεται η αναγνώριση του δικαιώματος αυτού και στους αλλοδαπούς. Η επέκταση του ως άνω δικαιώματος σ’ αυτούς, ενδεχομένως και με κάποιους περιορισμούς στην άσκησή του, αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης κανόνων δικαίου κατώτερης του Συντάγματος τυπικής ισχύος. Ωστόσο από το συνδυασμό των άρθρων 11, 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) [ν.53/74] και 2 παρ.1 και 22 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.) [ν.2462/1997] που έχουν αυξημένη έναντι των νόμων τυπική ισχύ (άρθρο 28 παρ.1 Σ/τος) συνάγεται ότι καθιερώνεται ρητά η χωρίς διάκριση ισότητα στην απόλαυση του δικαιώματος της συνένωσης ενώ οι περιορισμοί των άρθρων 11 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 22 παρ.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα δεν επιτρέπουν διάκριση βάσει του φορέα απόλαυσης του δικαιώματος αλλά προϋποθέτουν αντίθεση της λειτουργίας του σωματείου ή των επιδιωκόμενων από αυτό σκοπών με την εθνική και δημόσια ασφάλεια, την προστασία της δημόσιας υγείας ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων, ανεξάρτητα από το αν τα μέλη του είναι ημεδαποί ή αλλοδαποί.   Χαρακτηριστική η πλέον πρόσφατη απόφαση 332/2006 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία προχώρησε στην κρίση ότι μετά την κύρωση με το ν.2462/1997 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα παρέχεται μείζονα προστασία στο δικαίωμα συνένωσης των αλλοδαπών και καθίσταται αντισυμβατικός οποιοσδήποτε περιορισμός ερειδόμενος στο άρθρο 16 Ε.Σ.Δ.Α. (που αφορούσε απαγόρευση πολιτικής δραστηριότητας των αλλοδαπών)  και έκρινε επίσης ότι η διάταξη του άρθρου 107 Εισ.Ν.Α.Κ. αντίκειται στις πιο πάνω υπερνομοθετικές διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. και του προαναφερόμενου Διεθνούς Συμφώνου. Δικαιώματα, υποχρεώσεις και περιορισμοί υπό το πρίσμα των διατάξεων του ν. 3386/2005. Όπως προαναφέρθηκε κατά το Σύνταγμα δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα εισόδου υπέρ του αλλοδαπού. Καθιερώνεται όμως από το κοινό δίκαιο και το Κοινοτικό Δίκαιο (άρθρα 4-7 του ν.3386/2005, άρθρο 22 του ν.2514/1997, κύρωση συμφωνίας schengen) ότι κάθε αλλοδαπός επιτρέπεται να εισέρχεται στο ελληνικό έδαφος μόνο από τις ελεγχόμενες μεθοριακές διαβάσεις κατόπιν ελέγχου και εφόσον διαθέτει διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο αναγνωριζόμενο από διεθνείς συμβάσεις, τα δε έγγραφα αυτά πρέπει να φέρουν θεώρηση εισόδου εφόσον αυτή απαιτείται από τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις, το κοινοτικό δίκαιο και τις εθνικές ρυθμίσεις.  Πρόβλημα δημιουργείται με τη ρύθμιση της παρ.1 του άρθρου 8 που ορίζει ότι οι αποφάσεις απόρριψης αιτημάτων χορήγησης θεώρησης εισόδου, που λαμβάνονται από τις διπλωματικές και προξενικές αρχές, δεν χρήζουν αιτιολογίας, εκτός από τις περιπτώσεις των υπηκόων τρίτων χωρών μελών οικογένειας έλληνα πολίτη ή πολίτη της ΕΕ, των υπηκόων τρίτων χωρών που η είσοδός τους ζητείται κατ’ εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου …   Η πρόβλεψη για υποχρέωση αιτιολογίας στις περιπτώσεις άρνησης να χορηγηθεί εθνική θεώρηση εισόδου  ως κανόνα και όχι ως εξαιρέσεως θα ήταν σύμφωνη με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας περί μη επιβολής αδικαιολόγητων περιορισμών στο δικαίωμα εισόδου. Η πιο πάνω ρύθμιση αποτελούσε και πρόταση του Συνηγόρου του Πολίτη κατά τη διαδικασία προπαρασκευής του ν.3386/2005 που όμως δεν έγινε δεκτή. Η περάτωση των διαδικασιών της θεώρησης εισόδου στην Ελλάδα, καθώς και της θεώρησης άδειας παραμονής, θωρακίζουν τον αλλοδαπό που βρίσκεται εντός των συνόρων της χώρας με ένα καθεστώς νομιμότητας και ανοίγουν το δρόμο για την απόλαυση από μέρους του σειράς δικαιωμάτων που προβλέπονται από το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο και τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι οι αλλοδαποί οι οποίοι βρίσκονται παράνομα σε ελληνικό έδαφος είναι δυνατό να στερηθούν της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών τους, όταν αυτές προστατεύονται κατά τρόπο απόλυτο από το εσωτερικό δίκαιο, τις διεθνείς συμβάσεις και τις γενικές αρχές του δικαίου. Οι αλλοδαποί που έχουν εισέλθει και διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα ασφαλίζονται στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς και έχουν τα ίδια ασφαλιστικά δικαιώματα με τους ημεδαπούς  ενώ έχουν εφαρμογή και οι διατάξεις για την κοινωνική προστασία του ν.δ.57/1973. (άρθρο 71 παρ.1 και 2 του ν.3386/2005). Εξάλλου, με την αναθεώρηση του 2001, το ελληνικό Σύνταγμα εισήγαγε ρητά στην ελληνική δικαιοταξία και ως εκ τούτου ενίσχυσε την «αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου». H υπερνομοθετική αυτή αρχή καταδεικνύει την τάση της ελληνικής έννομης τάξης να προσδώσει έμφαση και ουσιαστικό περιεχόμενο στην προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων όλων, κατ’ αρχήν, των προσώπων που ευρίσκονται στην επικράτεια του ελληνικού κράτους, χωρίς καμία απολύτως διάκριση, ενώ ταυτόχρονα έχει ως συνέπεια τη δημιουργία νέων, ιδιαίτερα σημαντικών υποχρεώσεων από πλευράς ελληνικού κράτους, του οποίου τα όργανα οφείλουν να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο πλαίσιο της αρχής του «κοινωνικού κράτους δικαίου».  Όσον αφορά τη συνταξιοδοτική αντιμετώπιση των υπηκόων τρίτων χωρών, το Ελεγκτικό Συνέδριο,  με τις 1627/1998 και 194/2001 αποφάσεις του (ΙΙ Τμ.) αποφάνθηκε ότι δικαιούται συντάξεως κατά μεταβίβαση χήρα σύζυγος πολιτικού συνταξιούχου, η οποία έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας (Αιθιοπία, Ρωσία) κρίνοντας ότι η διάταξη του άρθρου 63 παρ.1 περ.β΄ του π.δ. 166/2000 «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων» είναι αντίθετη στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο 21 παρ.1) και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου.  Εξάλλου το Συνήγορο του Πολίτη απασχόλησε μετά από αναφορές πολιτών το ζήτημα της μη χορήγησης πολυτεκνικού επιδόματος σε αλλοδαπές πολύτεκνες μητέρες τέκνων, εχόντων την ελληνική υπηκοότητα. Από τη σχετική ελληνική νομοθεσία (ν.1892/1990, ν.2163/93, ν.2459/97, ν.2819/2000) δεν προβλέπεται η χορήγηση του πιο πάνω επιδόματος στους μη έχοντες ελληνική υπηκοότητα ή μη προερχόμενους από κράτη – μέλη Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. (οι ομογενείς πρόσφυγες εξαιρούνται του κανόνα).  Ο Συνήγορος του Πολίτη με ένα πολύ ενδιαφέρον σκεπτικό πρότεινε να θεσπιστεί ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η αλλοδαπή πολύτεκνη μητέρα που κατοικεί νόμιμα και μόνιμα στη χώρα δικαιούται το πολυτεκνικό επίδομα του άρθρου 63 του νόμου 1892/1990 (όπως ισχύει), εφόσον τα παιδιά, που λαμβάνονται υπόψη για τη θεμελίωση του δικαιώματος, έχουν την ελληνική υπηκοότητα δεδομένου ότι η άρνηση χορήγησης των παροχών που δικαιούνται οι Έλληνες πολίτες και στις περιπτώσεις αυτές αντίκειται στην πολιτειακή βούληση για ενίσχυση των πολυμελών οικογενειών, για παροχή κινήτρων για την απόκτηση περισσότερων από δυο παιδιά με σκοπό την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος, την καταπολέμηση της γήρανσης του πληθυσμού και της μείωσης του ενεργού δυναμικού της χώρας και δημιουργεί αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των ελληνικών οικογενειών και των ελληνοπαίδων. (Σχετικό Πόρισμα – Σεπτέμβριος 2003) Επιπλέον, οι αλλοδαποί κρατούμενοι ενημερώνονται σε γλώσσα την οποία κατανοούν αμέσως μετά την εισαγωγή τους σε κάποιο ίδρυμα, για τους κανόνες διαβίωσής τους σε αυτό, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους  και διευκολύνεται η επικοινωνία τους με διπλωματικούς υπαλλήλους του κράτους, του οποίου έχουν την ιθαγένεια καθώς και με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους. (άρθρο 71 παρ.3 του ν.3386/2005).  Με την παρ.4 του ίδιου άρθρου (71 του ν.3386/2005) προβλέπεται η αυτεπάγγελτη δίωξη των πράξεων ρατσισμού και ξενοφοβίας των άρθρων 1 έως 3 του ν.927/1979 ενώ με την παρ.5 του ίδιου άρθρου κατοχυρώνεται το δικαίωμα επανεισόδου για τον υπήκοο τρίτης χώρας που διαμένει προσωρινά στην Ελλάδα και εξέρχεται από το έδαφός της εφόσον η άδεια διαμονής του εξακολουθεί να ισχύει κατά το χρόνο της επανεισόδου του. Στη συνέχεια, οι ανήλικοι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν στην ελληνική επικράτεια υπάγονται στην υποχρεωτική σχολική φοίτηση, όπως και οι ημεδαποί ενώ μετά την επιτυχή περάτωση της φοίτησής τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχουν επίσης δικαίωμα σπουδών στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι.  Τέλος προβλέπεται η δυνατότητα εγγραφής τους στα δημόσια σχολεία με ελλιπή δικαιολογητικά ακόμη και αν δεν έχει ρυθμιστεί η νόμιμη διαμονή τους στην Ελλάδα. (άρθρο 72 του ν. 2910/1975).  Αν και η τελευταία αυτή δυνατότητα είχε θεσπιστεί ήδη με το ν.2910/2001 (άρθρο 40 παρ.3) χρειάστηκε η παρέμβαση του Συνηγόρου του πολίτη ώστε να εκδοθεί τελικά σχετική εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας που να ενημερώνει όλα τα σχολεία της χώρας  για το δικαίωμα κάθε ανηλίκου να εγγράφεται και να φοιτά στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς όρους και περιορισμούς που να απορρέουν από την ιθαγένεια ή από το καθεστώς παραμονής του ίδιου ή των γονέων του. Υποχρεώσεις υπηκόων τρίτων χωρών Οι υποχρεώσεις των αλλοδαπών είναι να τηρούν το Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας καθώς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να υπάγονται σε δημόσια ή ιδιωτική ασφάλιση, να υπάγονται σε φορολόγηση και να τηρούν τους κανόνες περιορισμού εγκατάστασης και κυκλοφορίας που τυχόν έχουν τεθεί από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας στην οποία ζουν. Υπάρχει επίσης η υποχρέωση των αλλοδαπών να δηλώνουν στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης κάθε μεταβολή της κατοικίας ή της προσωπικής τους κατάστασης, και ιδιαίτερα όσον αφορά την ιθαγένεια ή την οικογενειακή κατάσταση, απώλεια της άδειας παραμονής, καθώς και κάθε μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη και στο είδος της απασχόλησής τους, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. (άρθρο 73 ν.3386/2005). Οι εγκατεστημένοι στη χώρα αλλοδαποί υπόκεινται σε κάποιους περαιτέρω περιορισμούς σε σχέση με τους ημεδαπούς. Έτσι, ενώ έχουν ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης στο σύνολο της επικράτειας, είναι δυνατό με προεδρικό διάταγμα, να απαγορευθεί η παραμονή ή η εγκατάστασή τους σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές της χώρας (άρ. 74 ν. 3386/2005). Οι δε παράνομα εισερχόμενοι και διαμένοντες στη χώρα αλλοδαποί δεν μπορούν να ασκήσουν οποιοδήποτε δικαίωμα για το οποίο απαιτείται σύμπραξη δημόσιας υπηρεσίας -γάμος, αγορά ακινήτων, σύσταση εταιρείας, κ.λπ.-, εφόσον προϋπόθεση για οποιαδήποτε συναλλαγή με το δημόσιο τομέα είναι η κατοχή άδειας παραμονής. (άρθρο 84 ν.3386/2005). Αλλοδαποί που στερούνται άδειας παραμονής έχουν δικαίωμα επικοινωνίας με δικηγόρο κατ’ άρθρο 71 παρ.3 ν.3386/2005,  δικαίωμα άλλωστε που βρίσκει έρεισμα στο άρ. 6 §1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ωστόσο, παράνομα διαμένων στη χώρα αλλοδαπός δεν έχει δικαίωμα εκπροσώπησης από πληρεξούσιο δικηγόρο σε δικαιοπραξίες (άρθρο 85 Ν. 3386/2005), ενώ υφίσταται και απαγόρευση μίσθωσης ακινήτου σε αλλοδαπό που δεν έχει διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο, θεώρηση εισόδου ή άδεια παραμονής (άρθρο 87 ν. 3386/2005). Σε κάθε περίπτωση όμως και σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ.), σε περίπτωση προανάκρισης, κύριας ανάκρισης (άρ. 96, 100, 104, 271), αυτόφωρου εγκλήματος (άρ. 105) και προσωρινής κράτησης (άρ. 283) επιβάλλεται η πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική εξουσιοδότηση. Σύμφωνα τέλος με τις σχετικές διατάξεις (άρ. 51 §1, άρ. 53 §2) του Σωφρονιστικού Κώδικα κατοχυρώνεται πρόσβαση σε συνήγορο και ελεύθερη επικοινωνία με αυτόν. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Ένα από τα βασικότερα προβλήματα που ζητούν επίλυση είναι η γραφειοκρατία που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες κατά τη διαδικασία νομιμοποίησής τους και υποβολής αιτήσεων για χορήγηση άδειας παραμονής και εργασίας. Η υπερβολικά αργή διεκπεραίωση των σχετικών αιτήσεων έχει φτάσει στο σημείο ακόμη και να αναιρεί δικαιώματα των αλλοδαπών, καθώς δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να ανανεώνει άδεια παραμονής αρκετούς μήνες μετά την λήξη της προηγούμενης.  Πέραν τούτου, είναι σε βάρος της εύρυθμης λειτουργίας των εμπλεκόμενων διοικητικών υπηρεσιών, αλλά και υποβάλλει τους αλλοδαπούς σε συχνή και υπέρμετρη ταλαιπωρία το γεγονός ότι είναι υποχρεωμένοι να καταθέτουν δικαιολογητικά σε τακτά και συχνά χρονικά διαστήματα. Από το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου προτάθηκε η υιοθέτηση των παρακάτω δράσεων – υπό το συντονισμό του Γενικού Γραμματέα της κάθε Περιφέρειας- προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα των καθυστερήσεων και των γραφειοκρατικών δυσλειτουργιών: • κατηγοριοποίηση των πληροφοριών, των οποίων η ανταλλαγή είναι καίριας σημασίας, • απλοποίηση των διαδικασιών ανταλλαγής εγγράφων και δεδομένων μέσω ηλεκτρονικής διασύνδεσης των συναρμόδιων υπουργείων και των Περιφερειών της χώρας • δημιουργία κεντρικών βάσεων δεδομένων για ενδοϋπηρεσιακούς σκοπούς • δημιουργία ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου • σε τακτά χρονικά διαστήματα ανανέωση των πληροφοριών Περαιτέρω στο πλαίσιο της εναρμόνισης με τις ευρωπαϊκές πολιτικές για τη μετανάστευση ανακύπτει το ζήτημα του κατά πόσο είναι δυνατό να ληφθούν μέτρα για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και των παρεπόμενων συνεπειών της, όταν η ελληνική πολιτεία βρίσκεται ουσιαστικά προ μεταναστευτικών κυμάτων, το μέγεθος και η σύνθεση των οποίων δεν μπορεί να εκτιμήσει επακριβώς. Αναμφίβολα προκύπτει ζήτημα ενίσχυσης του συστήματος εποπτείας και ελέγχου, ώστε να αντιμετωπιστεί όχι μόνο το ζήτημα της συμπλήρωσης των τυχόν υφιστάμενων νομοθετικών κενών, αλλά και ώστε να αντιμετωπιστεί με τον πιο πρόσφορο δυνατό τρόπο η ορθή εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας και η αποτροπή της ακραίας εκμετάλλευσης των αλλοδαπών εργαζομένων. Ο έλεγχος πρέπει να ενταθεί ως προς τους ελέγχους των άτυπων μορφών εργασίας, στις οποίες κατ’ εξοχήν εντάσσονται αλλοδαποί (λ.χ. κατ’ οίκον απασχόληση ή φασόν), οι οποίες τις περισσότερες φορές υποκαθιστούν σχέσεις εξαρτημένης εργασίας. Το γεγονός ότι επικρατεί σε μέγιστο βαθμό ένα καθεστώς εκμετάλλευσης σε βάρος «αυτοαπασχολούμενων» έχει οδηγήσει στη δημιουργία μιας μαύρης αγοράς εργασίας, πηγή άντλησης εργατικού δυναμικού για ιδιαίτερα μεγάλη μερίδα Ελλήνων εργοδοτών. Ο έλεγχος των συμβάσεων που υποκρύπτουν εξαρτημένη εργασία και η ρύθμιση του συγκεκριμένου τομέα της αγοράς εργασίας θα είχε ως αποτέλεσμα και την ενίσχυση των ασφαλιστικών ταμείων. Εξάλλου το ισχύον Σύνταγμα κατοχυρώνει ρητά με τη διάταξη του άρθρου 5 § 2 την απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών ή μεταξύ αλλοδαπών, αναφέροντας ρητά και τις φυλετικές διακρίσεις. Όπως έχει υποστηριχθεί, ιδίως όσον αφορά εκείνα τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα που ερμηνεύονται συστηματικά ως εντασσόμενα στο άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος, το οποίο επιτάσσει το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στο άρθρο 5 § 1, 2 του Συντάγματος, δηλαδή κατά κύριο λόγο, τα δικαιώματα στην υγεία και εν γένει στην κοινωνική ασφάλεια, δεν είναι επιτρεπτό να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής τους τουλάχιστον όσοι βρίσκονται νόμιμα στην ελληνική επικράτεια. Η περίπτωση της συνταγματικής προστασίας των παράνομων οικονομικών μεταναστών είναι σαφώς δυσχερέστερη. Δεν θα ήταν ωστόσο σκόπιμο να αποκλειστούν αυτοί άνευ ετέρου από τη συνταγματική προστασία, τουλάχιστον όσον αφορά εκείνα τα δικαιώματα, τα οποία συνδέονται με το σεβασμό της ανθρώπινης αξίας. Η ρύθμιση σχετικά με την πρόσβαση των ανηλίκων μεταναστών στο ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης αναδεικνύει τη βούληση του νομοθέτη για την επίτευξη της ομαλής κοινωνικής ένταξης των μεταναστών. Η αναγνώριση της υποχρέωσης σχολικής φοίτησης των ανηλίκων μεταναστών στα δημόσια σχολεία και ο προσδιορισμός των προϋποθέσεων κατάταξής τους σε βαθμίδες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος συνιστούν απαραίτητα στοιχεία μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, ανοιχτής στην ετερότητα, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ταυτότητας του πολίτη. Εξάλλου, η απαγόρευση απέλασης αλλοδαπού-γονέα ημεδαπού ανηλίκου, όταν ο αλλοδαπός ασκεί τη γονική μέριμνα ή έχει υποχρέωση διατροφής, καταργεί παλαιότερες πρακτικές, που θυματοποιούσαν υπέρμετρα και παράλογα τις οικογένειες των μεταναστών. Αναφορικά με τους περιορισμούς των δικαιωμάτων των μεταναστών, η ελληνική μεταναστευτική νομοθεσία ακολουθεί μια αστυνομική και σε πολλές περιπτώσεις εκφοβιστική πολιτική. Η επίκληση λόγων για τους περιορισμούς αυτούς μπορεί να είναι δικαιολογημένη και ισχυρή όταν αφορά σε έναν μεμονωμένο αλλοδαπό, περιορίζοντας την εγκατάσταση, τη μετάβασή του σε ορισμένους τόπους ή την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος. Αντίθετα, η ρύθμιση που αφορά κατά τρόπο γενικευμένο στην απαγόρευση εγκατάστασης αλλοδαπών σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές της χώρας συρρικνώνει σαφώς τα δικαιώματα των μεταναστών σε σχέση με αυτά των ελλήνων πολιτών, συμβάλλει στη δημιουργία στερεοτύπων αναπαράγοντας στοιχεία ξενοφοβίας και δεν συνάδει με τις αρχές και τις αξίες μιας ανοικτής, δημοκρατικής, ευρωπαϊκής κοινωνίας.

Π Η Γ Ε Σ

• «Νομικές, Θεσμικές και Διοικητικές Διαστάσεις του Καθεστώτος Εισόδου και Παραμονής των Μεταναστών στην Ελλάδα».  Μελέτη.  Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου.
• «Ποσοτική Διάσταση και Χαρακτηριστικά της Μετανάστευσης».  Μελέτη του Ινστιτούτου Αστικού Περιβάλλοντος και Ανθρώπινου Δυναμικού και του Παντείου Πανεπιστημίου • «Δίκαιο Καταστάσεως Αλλοδαπών»  Ζ.Παπασιώπη-Πασιά
• Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας. (Τρίτη Έκθεση για την Ελλάδα της 5ης Δεκεμβρίου 2003).  www.coe.int/ecri
• Συνήγορος του Πολίτη (Ετήσια έκθεση, Πορίσματα κλπ.) www.synigoros.gr
• Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής. www.imepo.gr/research
• Επετηρίδα Δικαίου Προσφύγων και Αλλοδαπών (2002). Εκδ. ΑΝΤ.ΣΑΚΚΟΥΛΑ Μάιος  2006

Διεύθυνση: Πατριάρχου Ιωακείμ 30 Αθήνα 10675 | Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: info@epkodi.gr

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων