Ο εφησυχασμός της κοινωνίας, η αδράνεια και ο συμβιβασμός είναι η αχίλλειος πτέρνα της δημοκρατίας και των θεσμών της

fb

Το ΔΕΚ ως απορρυθμιστής του εργατικού δικαίου

Νικήτας ΑΛΙΠΡΑΝΤΗΣ
Ομότιμος Καθηγητής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου και Πανεπιστημίου του Στρασβούργου,
πρώην μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων

Γιώργος ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ,
Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης  

"..........Οι επιπτώσεις της νέας νομολογίας απειλούν τα εθνικά κοινωνικά δικαιώματα σε δύο τουλάχιστον επίπεδα: κατ’ αρχάς, όπως προαναφέρθηκε, εισάγουν από την πίσω πόρτα την πρώτη, ακραία νεοφιλελεύθερη εκδοχή της Οδηγίας “Bolkestein” για την παροχή Υπηρεσιών στην Εσωτερική Αγορά, οδηγώντας άμεσα σε κοινωνικό ντάμπινγκ και στη συνολική έκλειψη του εγχώριου εργατικού δικαίου. Κατά δεύτερο και μείζονα λόγο, περιέχουν τον κίνδυνο υπονόμευσης της συλλογικής αυτονομίας και περαιτέρω........"   Το ΔΕΚ ως απορρυθμιστής του εργατικού δικαίου Με αφορμή τις αποφάσεις Viking και Lava l Α. Οι αποφάσεις υπό το πρίσμα της κοινωνικής νομολογίας του ΔΕΚ Τα δικαιώματα στο κοινοτικό δίκαιο διαμορφώθηκαν διαχρονικά από τη νομολογία του ΔΕΚ με κύριο κριτήριο τις λειτουργικές ανάγκες της ενιαίας αγοράς , πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα το Ευρωπαϊκό οικονομικό σύνταγμα να περιλαμβάνει δύο μόνο Grundnormen: τις ελευθερίες μετακίνησης και την προστασία του ανταγωνισμού . Συνεπώς, οποιαδήποτε μονομερής εθνική παρέμβαση στις ελευθερίες αυτές, ακόμη και αν απορρέει από συνταγματική πρόβλεψη, έστω και εάν  αντανακλά «ένα βαθιά ριζωμένο εθνικό νομικό ήθος ή κοινωνική αξία» , ακόμη και αν αφορά ζητήματα που δεν εμπίπτουν ευθέως και άμεσα στο πεδίο εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου, θεωρείται αντίθετη σε αυτό και απαγορευμένη. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια πολλές αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από το τέλος ιδίως της δεκαετίας του 1980, να ασκούν σημαντική  απορρυθμιστική επιρροή στις εθνικές εργατικές νομοθεσίες. Περαιτέρω, όπως είναι γνωστό, η νομολογία του ΔΕΚ αξιοποίησε τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών , για να αναγνωρίσει αρκετά θεμελιώδη δικαιώματα ως γενικές αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου, μεταξύ των οποίων και την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων και του δικαιώματος στην οικονομική ελευθερία. Ωστόσο, η γλώσσα των δικαιωμάτων έχει χρησιμοποιηθεί επιλεκτικά. Παρόλο που το Δικαστήριο έχει σποραδικά αναφερθεί σε γενικές πηγές προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης , εντούτοις είναι πολύ επιφυλακτικό να αναγνωρίσει κοινωνικά δικαιώματα ως γενικές αρχές του Κοινοτικού Δικαίου , πόσο μάλλον ως θεμελιώδη δικαιώματα . Τα κοινωνικά δικαιώματα, μολονότι παρόντα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην πλειονότητα των Ευρωπαϊκών Συνταγμάτων, εντούτοις, δεν έχουν ποτέ θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως τμήμα της κοινής συνταγματικής παράδοσης των κρατών-μελών. (Είναι αλήθεια ότι η Βρετανική αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη για τη Συνταγματική Συνθήκη διατύπωσε την άποψη ότι τα κοινωνικά δικαιώματα δεν υφίστανται στο Αγγλικό Δίκαιο, τουλάχιστον όχι με την έννοια με την οποία απαντούν στο ηπειρωτικό . Ωστόσο, το γεγονός ότι τέτοια δικαιώματα, καθώς και ολόκληρο το Κεφάλαιο IV που αφορά την Αλληλεγγύη ,περιελήφθησαν στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη ότι ανήκουν και αυτά στον κοινό Ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό.) Αυτή η απροθυμία του Δικαστηρίου να αναγνωρίσει τα κοινωνικά δικαιώματα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο οφείλεται, όπως σημειώνει η De Búrka, στον φόβο νομικής αναγνώρισης των κοινωνικών αξιών σε βάρος των ανταγωνιστικών οικονομικών συμφερόντων . Ο φόβος αυτός έχει λόγο: Είναι αυτονόητο ότι τα κοινωνικά δικαιώματα περιορίζουν την ελευθερία της αγοράς . Οι υποθέσεις Viking  και Laval  (όπως και οι Rüffert  και  Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου  που τις ακολούθησαν) αποτελούν τις πιο ακραίες πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΚ που επιβεβαιώνουν στον υπερθετικό βαθμό την αποδομητική επίδραση της νομολογίας του επί των εργασιακών δικαιωμάτων . Και στις δύο υποθέσεις, συνδικαλιστικές οργανώσεις ανάλαβαν συλλογική δράση σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να εξασφαλίσουν την προστασία που τους παρείχε η εθνική κοινωνική νομοθεσία. Ωστόσο, τα εθνικά εργασιακά δικαιώματα, τα οποία απολαύουν συνταγματικής προστασίας στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και υιοθετούνται ρητώς στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, θεωρήθηκαν από το Δικαστήριο ότι περιορίζουν ανεπίτρεπτα την αρχή της ελεύθερης εγκατάστασης -άρθρο 43 ΕΚ- (στην υπόθεση Viking) ή την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών -άρθρο 49- (στην υπόθεση Laval). Το ιστορικό των δύο υποθέσεων έχει πολλές ομοιότητες: Στην υπόθεση Viking, η ομώνυμη φινλανδική εταιρεία παροχής υπηρεσιών πορθμείου μεταξύ του Ελσίνκι και του Ταλίν, επιδίωξε να αλλάξει σημαία σε ένα από τα πλοία της και να μετεγκατασταθεί στην Εσθονία,  προκειμένου να ωφεληθεί από τα χαμηλότερα επίπεδα των εργατικών αμοιβών εκεί. Ένα φινλανδικό συνδικάτο, με την υποστήριξη της ομόλογής του διεθνούς συνδικαλιστικής ένωσης, επιχείρησε να αντιδράσει, οργανώνοντας απεργίες διαμαρτυρίας και μποϋκοτάζ της εταιρίας, αποσκοπώντας στο να την αναγκάσει να διατηρήσει τους μισθούς στα προηγούμενα επίπεδα. Στη Laval, η ομώνυμη κατασκευαστική εταιρεία της Λετονίας απασχολούσε μεγάλο αριθμό εργατών σε Σουηδικά εργοτάξια. Οι σουηδικές συνδικαλιστικές οργανώσεις απαίτησαν από αυτή να υπογράψει συλλογική σύμβαση εργασίας με τους ίδιους όρους των σουηδικών κατασκευαστικών εταιρειών. Η Laval αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι οι εργάτες της εργάζονταν υπό Λετονικό καθεστώς και επομένως υπόκειντο στις συλλογικές συμφωνίες της Λετονίας. Ακολούθως, οι Σουηδικές συνδικαλιστικές οργανώσεις προχώρησαν σε συλλογική δράση, σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο, εναντίον της εταιρείας, οργανώνοντας απεργίες αλληλεγγύης και αποκλείοντας όλα τα εργοτάξια της Laval. Το Arbetsdomstolen, το αρμόδιο Σουηδικό Δικαστήριο, παρέπεμψε το ζήτημα της κοινοτικής νομιμότητας αυτών των (δευτερευουσών) πράξεων συλλογικής δράσης συμπαράστασης κατά της εταιρείας στο ΔΕΚ . Το ΔΕΚ παρεξέκλινε στις εν λόγω υποθέσεις από την πρότερη νομολογία του στην υπόθεση Albany , όπου είχε κρίνει ότι η συλλογική δράση εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 43 ΕΚ, στο πλαίσιο των κοινωνικών στόχων της Κοινότητας. Αντίθετα, ακολούθησε την πρόσφατη νομολογία του αναφορικά με το προβάδισμα της ελεύθερης διακίνησης, ακόμη και όταν αυτή σταθμίζεται με θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η ελευθερία έκφρασης και συνάθροισης , ή ακόμη και η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας . Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο δεν προσπάθησε να εναρμονίσει την άσκηση της ελευθερίας διακίνησης με τα αντιτιθέμενα κοινωνικά δικαιώματα αντιμετωπίζοντας τα ως δύο θεμελιώδεις κανόνες ίσης αξίας. Αποδέχτηκε, αντιθέτως, ανεπιφύλακτα μία προκαθορισμένη ιεραρχία, στην οποία οι οικονομικές ελευθερίες προηγούνται έναντι όλων των άλλων κατηγοριών δικαιωμάτων. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο αναγνώρισε φραστικά για πρώτη φορά το δικαίωμα στη συλλογική δράση τόσο ως θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα όσο και ως γενική αρχή του δικαίου της ΕΕ. Επιπλέον, αποδέχτηκε διακηρυκτικά ότι η Κοινότητα δεν έχει μόνον οικονομικούς, αλλά και κοινωνικούς σκοπούς, και ως εκ τούτου, τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ελεύθερη διακίνηση θα πρέπει να σταθμίζονται και με τους αντικειμενικούς στόχους που επιδιώκει η κοινωνική πολιτική . Ωστόσο, ο πυρήνας της αιτιολογίας και του διατακτικού των αποφάσεων παρεκκλίνει αυτής της θέσης. Δεν αντιμετωπίζει την υπόθεση ως περίπτωση αντιπαράθεσης δύο συγκρουόμενων δικαιωμάτων, αλλά κατά μείζονα λόγο ως ένα ζήτημα όπου η ελευθερία διακίνησης σταθμίζεται προς το δημόσιο συμφέρον ενός κράτους-μέλους . Έτσι το ΔΕΚ έκρινε ότι, μολονότι η ανάληψη συλλογικής δράσης ως μέσο προστασίας των εργαζομένων δύναται κατ’ αρχήν να δικαιολογηθεί ως «προέχων λόγος δημοσίου συμφέροντος», ο περιορισμός που αυτή επιβάλλει στην ελευθερία διακίνησης ή εγκατάστασης θα πρέπει να διασφαλίζει την επίτευξη του επιδιωκομένου θεμιτού σκοπού και να μη βαίνει πέραν όσων είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού . Ειδικότερα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί θεμιτό έννομο συμφέρον, κατ’ αρχήν ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το Κοινοτικό δίκαιο. Ωστόσο, απέρριψε τη συλλογιστική των συνδικαλιστικών οργανώσεων, σύμφωνα με την οποία, ορισμένοι περιορισμοί στην ελευθερία εγκατάστασης και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών είναι σύμφυτοι με τις συλλογικές δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο συλλογικής διαπραγμάτευσης . Αντίθετα, νομολόγησε ότι το άρθρο 43 ΕΚ θα πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι, κατ’ αρχήν, συλλογική δράση, η οποία αναλαμβάνεται από μία συνδικαλιστική οργάνωση ή ένωση συνδικαλιστικών οργανώσεων κατά μίας επιχείρησης, προκειμένου αυτή να αναγκαστεί να συνάψει συλλογική σύμβαση εργασίας, οι όροι της οποίας δύνανται να την αποτρέψουν από την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού . Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο δέχτηκε, για πρώτη φορά, ότι τα άρθρα 43 - 49 έχουν άμεση επενέργεια και δεσμεύουν απευθείας και ιδιώτες όπως οι κλαδικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Τούτο καθόλου αυτονόητο δεν είναι. Ως γνωστό, κατά το άρθρο 137 (5) ΕΚ, το δικαίωμα στην ανάληψη συλλογικής δράσης κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 49 ΕΚ Παρόλα αυτά το Δικαστήριο επεξέτεινε και στο σφαίρα αυτή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, υποστηρίζοντας ότι «αδιαμφισβήτητα» η ανάληψη συλλογικής δράσης δύναται να καταστήσει την άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της εγκατάστασης «λιγότερο ελκυστική ή ακόμη και άσκοπη» . Με αυτήν τη συλλογιστική, το Δικαστήριο αναγνώρισε για ακόμη μια φορά το ανεπιφύλακτο προβάδισμα των οικονομικών ελευθεριών έναντι των κοινωνικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών επιδιώξεων . Επιβεβαίωσε, έτσι, εκ νέου την «αγοραία νοοτροπία»  του. Αναπαράγοντας την αρχέτυπη μερκαντιλιστική του αντίληψη περί δικαιωμάτων  απέτυχε να εισαγάγει ένα νέο σύστημα κοινωνικών αξιών στο Κοινοτικό Δίκαιο. Από τη νομολογία αυτή, όμως, απορρέουν και νέοι κίνδυνοι για τα εργασιακά δικαιώματα και συγκεκριμένα για την προστατευτική λειτουργία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ειδικότερα στην υπόθεση Laval, το άρθρο 49 ΕΚ ερμηνεύθηκε σε συνδυασμό με την Οδηγία 96/71/ΕΚ, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών . Σκοπός της Οδηγίας είναι αφενός μεν η αποτροπή του αθέμιτου ανταγωνισμού, αφετέρου δε η προστασία των αποσπασμένων εργαζομένων. Ωστόσο, το Δικαστήριο καθόρισε πολύ περιοριστικά το εύρος της παρεχόμενης προστασίας, ευνοώντας, αντίθετα, την προαγωγή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών και, συνακόλουθα, τα μακροπρόθεσμα οφέλη που η ελεύθερη αγορά εικάζεται ότι θα αποφέρει. Σύμφωνα με τη συλλογιστική αυτή, το άρθρο 3(7) της Οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι η υποχρέωση προστασίας του σκληρού πυρήνα της νομοθεσίας του κράτους υποδοχής δεν θα πρέπει να εμποδίζει την εφαρμογή όρων και προϋποθέσεων απασχόλησης οι οποίες είναι πιο ευνοϊκές για τους εργαζομένους, δεν πρέπει να ερμηνευτεί ότι επιτρέπει στο κράτος-μέλος υποδοχής να καταστήσει την παροχή των υπηρεσιών στο έδαφός του εξαρτώμενη από την τήρηση κανόνων που υπερβαίνουν την ελάχιστη προστασία. Με άλλα λόγια, το επίπεδο εγγυημένης προστασίας που θα πρέπει να απολαμβάνουν οι αποσπασμένοι αλλοδαποί εργαζόμενοι δεν είναι ισοδύναμο με το επίπεδο προστασίας των ημεδαπών εργαζομένων, αλλά περιορίζεται, κατ’ αρχήν, στον σκληρό πυρήνα της εργατικής νομοθεσίας. Όπως εύστοχα παρατηρείται, «η υπολανθάνουσα αιτιολογική βάση του συλλογισμού φαίνεται να είναι ότι οι «επισκέπτριες» επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να αποτρέπονται από το να χρησιμοποιούν πιθανά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από το γεγονός ότι η εγχώρια προστατευτική νομοθεσία τους δεν είναι τόσο ανεπτυγμένη όσο αυτή της χώρας υποδοχής» . Αυτό ήταν και το νόημα της αρχικής πρότασης Bolkestein, που τώρα επανέρχεται «από το παράθυρο». Β. Ο αντίκτυπος των αποφάσεων στα εγχώρια εργατικά δικαιώματα Ο αντίκτυπος των αποφάσεων στα εγχώρια δικαιϊκά συστήματα ενδέχεται να είναι σοβαρός και αρνητικός. Η αιωνίως παρούσα «βασική σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικών δικαιωμάτων και των αξιών της αγοράς»  επιλύεται σε αυτές με ριζικά διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ακολουθούν τα Ευρωπαϊκά κοινωνικά κράτη. Στα τελευταία, «η πολιτική ισχύς (χρησιμοποιείται) προκειμένου να υποκατασταθούν, συμπληρωθούν ή τροποποιηθούν λειτουργίες του οικονομικού συστήματος, ώστε να επιτευχθούν αποτελέσματα τα οποία αυτό δεν θα μπορούσε να επιτύχει μόνο του (…) εμφορούμενη από αξίες διάφορες από αυτές που ορίζονται από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς» . Ένα από τα βασικά εργαλεία αυτής της «διορθωτικής της αγοράς» λειτουργίας  αποτελεί η συλλογική αυτονομία, η οποία αμφισβητείται σε μεγάλο βαθμό από τις πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΚ. Για άλλη μία φορά αποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο δεν αποτελεί «τη λιγότερο επικίνδυνη εξουσία»  για τα εργατικά δικαιώματα στην αναδυόμενη Ευρωπαϊκή πολιτεία. Παρόλο που ο φιλελευθερισμός του δεν ακολουθεί το πρότυπο της Σχολής του Σικάγου περί «τέλειου ανταγωνισμού», αλλά μάλλον μία μετριασμένη μορφή «λειτουργικού ανταγωνισμού» , η όλη οπτική του είναι ξένη προς τις αρχές του κοινωνικού κράτους καθώς και προς τα κοινωνικά δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών Συνταγμάτων . Ως εκ τούτου, αναπαράγει και διαιωνίζει την αρχική «συνταγματική ασυμμετρία»  οικονομικών και κοινωνικών στοιχείων στη βασική δομή των Κοινοτικών Συνθηκών . Ενισχύει, έτσι, περαιτέρω την τάση που επικρατεί στη Συνθήκη της Λισσαβόνας, για ένταξη της οικονομικής πολιτικής, των πολιτικών εργασίας και της κοινωνικής πολιτικής στη λογική της οικονομικής ανάπτυξης . Όσο, λοιπόν, ο πυρήνας των κοινών Ευρωπαϊκών κοινωνικών αξιών δεν προσδίδει υπόσταση αυτοτελών στόχων στις επιμέρους πολιτικές που ακολουθεί η Ένωση, η πολυδιαφημισμένη Ευρωπαϊκή ιθαγένεια θα εξακολουθεί να προσδιορίζεται όχι από το δεσμό προς έναν δήμο αλλά προς μία αγορά  και δεν θα συνεπάγεται μία μετατόπιση στο πολιτικό ήθος της Ένωσης. . Οι νομολογιακές αυτές εξελίξεις εξανεμίζουν, επίσης, και τις ελπίδες ότι η αναγνώριση κοινωνικών δικαιωμάτων στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων μπορεί να οδηγούσε το ΔΕΚ στην αναγνώριση της κοινωνικής αρχής ως θεμελιώδους αρχής του κοινοτικού δικαίου. Φαίνεται, αντιθέτως, ότι τα έτσι κι αλλιώς συρρικνωμένα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα που αναγνωρίζει ο Χάρτης (κυρίως άρθρο 27: δικαίωμα διαβούλευσης, άρθρο 28: δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων και απεργίας, άρθρο 30: προστασία από αδικαιολόγητη απόλυση, άρθρο 34: κοινωνική ασφάλεια και κοινωνική βοήθεια) όχι απλώς δεν θα λειτουργήσουν στη νομολογία του ΔΕΚ ως αντίβαρο στις οικονομικές ελευθερίες αλλά δυνάμει θα αποδυναμώσουν τα αντίστοιχα εθνικά κοινωνικά δικαιώματα. Κι αυτό γιατί η απαίτηση να ασκούνται τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο σημαίνει ότι θα υπάρχουν μόνο στο μέτρο που δεν αντιτίθενται στις οικονομικές ελευθερίες, όπως αυτές συγκεκριμενοποιούνται από τα κοινοτικά όργανα, και ειδικότερα από το Δικαστήριο. Όλα αυτά δείχνουν ότι η παραπομπή του Χάρτη και στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, αλλά και η αρχή της επικουρικότητας (που δίνει προτεραιότητα στις εθνικές ρυθμίσεις), όπως και η λεκτική έκφραση σεβασμού των κρατών και των εθνικών ρυθμίσεων  και, τέλος, οι ρητορικές διακηρύξεις αξιών, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, μένουν κενές περιεχομένου όσο το ΔΕΚ δεν αποφασίζει να τις εντάξει οργανικά στη νομολογία του. Η απροθυμία αυτή ασφαλώς αντανακλά το γενικό κλίμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ακολουθήθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη. Το ΔΕΚ έχει, πάντως, αυτοτελή θεσμική ευθύνη γιατί το ίδιο δημιούργησε νομολογιακά ένα Ευρωπαϊκό οικονομικό σύνταγμα αμιγές κάθε κοινωνικού στοιχείου. Όπως τονίζει ο Γενικός Εισαγγελέας Maduro, ακόμη και εάν οι απορρυθμιστικές συνέπειες της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποτελούν ένα άμεσο προϊόν του νεοφιλελεύθερου οράματος του Δικαστηρίου, είναι προφανές ότι η απουσία μίας ελάχιστης πλατφόρμας κοινωνικών δικαιωμάτων και αξιών στη θεώρησή του δεν άφησε περιθώρια για μία νομολογία περιοριστική της αγοράς . Οι επιπτώσεις της νέας νομολογίας απειλούν τα εθνικά κοινωνικά δικαιώματα σε δύο τουλάχιστον επίπεδα: κατ’ αρχάς, όπως προαναφέρθηκε, εισάγουν από την πίσω πόρτα την πρώτη, ακραία νεοφιλελεύθερη εκδοχή της Οδηγίας “Bolkestein” για την παροχή Υπηρεσιών στην Εσωτερική Αγορά, οδηγώντας άμεσα σε κοινωνικό ντάμπινγκ και στη συνολική έκλειψη του εγχώριου εργατικού δικαίου. Κατά δεύτερο και μείζονα λόγο, περιέχουν τον κίνδυνο υπονόμευσης της συλλογικής αυτονομίας και περαιτέρω αποδυνάμωσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Και τούτο γιατί, υπό την πρότερη νομική κατάσταση, η χώρα υποδοχής μπορούσε να προστατεύσει το εθνικό επίπεδο δικαιωμάτων και όρων εργασίας, επιβάλλοντας στις «επισκέπτριες» επιχειρήσεις την υποχρέωση να σέβονται τους υποχρεωτικούς εγχώριους κανόνες εργατικού δικαίου, χωρίς την επιβολή διακρίσεων . Η Οδηγία περί Αποσπασμένων Εργατών προβλέπει σχετικά ότι τα κράτη υποδοχής έχουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν στους εργαζομένους που απασχολούνται από «επισκέπτριες» επιχειρήσεις «έναν πυρήνα υποχρεωτικών κανόνων για ελάχιστη προστασία», όπως ισχύει στη χώρα υποδοχής. Η αρνητική καινοτομία της νέας νομολογίας συνίσταται στο ότι οι υποχρεώσεις των «επισκεπτριών» επιχειρήσεων περιορίζονται εφεξής στον σκληρό μόνο πυρήνα της εργατικής νομοθεσίας, τον οποίον το κράτος υποδοχής δεν δύναται να επεκτείνει. Με άλλα λόγια, αυτός ο «σκληρός πυρήνας» αποτελεί πλέον όχι μόνον ελάχιστο όριο, αλλά ταυτόχρονα και οροφή των εργασιακών δικαιωμάτων και των συνθηκών εργασίας, που τα κράτη υποδοχής μπορούν να επεκτείνουν και στους αποσπασμένους εργαζομένους. Ως εκ τούτου, δεν θα είναι πλέον εφικτό να εφαρμοσθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης προκειμένου να απαιτηθεί από τον ξένο παροχέα υπηρεσιών να σέβεται πλήρως τις ισχύουσες εθνικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τη ρυθμιζόμενη δραστηριότητα.. Αυτό ήταν και το πνεύμα του διαβόητου πρώτου «σχεδίου Bolkenstein» της Οδηγίας για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (Οδηγία 2006/123/ΕΚ, ΕΕ 2006, L 376/36) , πριν την τροποποίησή του, μετά από την έντονη πίεση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, της Γαλλίας, της Γερμανίας και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ως γνωστό, σύμφωνα με το προσχέδιο αυτό, οι παροχείς των υπηρεσιών θα μπορούσαν, προσωρινά, να υπόκεινται στους νόμους του κράτους προέλευσης και όχι του κράτους στο έδαφος του οποίου θα παρέχονταν οι υπηρεσίες. Παρά τις τροποποιήσεις, η αρχή αυτή διατηρείται στην τελική εκδοχή και θα μπορούσε άνετα να εφαρμοσθεί υπό το φως της Νομολογίας Laval, με τρόπο εγγύτερο προς την αρχική υπέρ – νεοφιλελεύθερη εκδοχή. Μάλιστα κατά κάποιο τρόπο, η πρόσφατη νομολογία είναι ακόμη πιο εχθρική προς την υπάρχουσα εργατική ρύθμιση, από την Οδηγία. Η τελευταία τουλάχιστον αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της «το εργατικό δίκαιο, ιδιαίτερα οποιαδήποτε νομική ή συμβατική διάταξη περί όρων απασχολήσεως ή όρων εργασίας, περιλαμβανομένης της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία, και περί των σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων», συμπληρώνοντας ότι «[πιο] συγκεκριμένα [η Οδηγία] σέβεται πλήρως το δικαίωμα για διαπραγμάτευση, σύναψη, παράταση και επιβολή συλλογικών συμβάσεων, καθώς και το δικαίωμα απεργίας και κάθε άλλης συλλογικής δράσης σύμφωνα με τους κανόνες των εργασιακών σχέσεων των κρατών-μελών». Προβλέπει επίσης, μετά από τον συμβιβασμό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ότι η Οδηγία «δεν θα ερμηνεύεται ότι επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως αυτά αναγνωρίζονται στα κράτη-μέλη και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ανάληψης συλλογικής δράσης». Όλα αυτά είναι, πλέον, και πάλι υπό αμφισβήτηση. Η διάκριση μεταξύ των ημεδαπών εργαζομένων και των αποσπασμένων που επιτρέπει η νέα νομολογία καταστρατηγεί την αρχή της ισότητας, σε αντίθεση με την πρότερη νομολογία, η οποία θεωρούσε ότι οι οικονομικοί φορείς εντός μίας συγκεκριμένης αγοράς αποτελούν μία ομάδα, υπό την έννοια της εφαρμογής αυτής της αρχής . Περαιτέρω, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες των αποφάσεων αυτών αφορούν τόσο τους εργαζομένους, όσο και τους εργοδότες. Προφανώς τα πρώτα θύματα θα είναι οι εργαζόμενοι, τόσο οι ημεδαποί, όσο και οι αποσπασμένοι. Ωστόσο, θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις και για τις εγχώριες επιχειρήσεις, οι οποίες θα πρέπει να ανταγωνιστούν «επισκέπτριες» εταιρείες που θα λειτουργούν με σημαντικά χαμηλότερο κόστος. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε εύκολα να προξενήσει μία αλυσιδωτή καταφυγή στα κατώτερα όρια προστασίας των ρυθμίσεων του εργατικού δικαίου (το διαβόητο «κοινωνικό ντάμπινγκ»). Οι επιπτώσεις για τη συλλογική αυτονομία, αποτελούν, πάντως, τη σημαντικότερη απειλή. Η εν λόγω νομολογία, εάν μείνει χωρίς αντίδραση, θα μπορούσε να επιφέρει το τέλος των συλλογικών διαπραγματεύσεων ως ουσιαστικό δίκαιο που ρυθμίζει τις συνθήκες εργασίας όχι μόνο των μετακινούμενων εργαζομένων, αλλά όλων των εργαζομένων. Όσο η ελευθερία ανάληψης βιομηχανικής δράσης θα εξαρτάται από την οικονομική συλλογιστική της αγοράς, η δυνατότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να προστατεύσουν τα μέλη τους από τον ανταγωνισμό χαμηλών μισθών που προέρχεται από το εξωτερικό θα περισταλούν σημαντικά. Δραστηριότητες καθ’ όλα σύμφωνες με το Σύνταγμα και νόμιμες σε εγχώριο επίπεδο, μπορεί τώρα να τεθούν εκτός νόμου ως αντικείμενες στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Οι συνέπειες είναι περισσότερο σοβαρές εάν αναλογιστεί κανείς ότι στο νέο «παγκοσμιοποιημένο» περιβάλλον είναι ακριβώς πράξεις αλληλεγγύης που απαιτούνται προκειμένου να έχει αποτελεσματικότητα η συλλογική δράση, μέσω νέων σχέσεων συνδικαλιστικής ενότητας πέραν των εθνικών συνόρων. Ιδιαίτερα αναμένεται να επηρεαστεί αρνητικά το «μποϊκοτάρισμα» μετακινούμενων εταιρειών, το οποίο φαίνεται ότι αποτελεί τον τρόπο δράσης με τη μεγαλύτερη αποτρεπτική επιρροή στις στρατηγικές μετεγκατάστασης των πολυεθνικών εταιριών . Ωστόσο, δεν είναι μόνο το μέλλον του εργατικού δικαίου που διακυβεύεται ή απλώς η συνταγματική προστασία της συλλογικής αυτονομίας. Ολόκληρη η συνταγματική συγκρότηση των ευρωπαϊκών κοινωνικών κρατών τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση. Η νέα νομολογία ενισχύει την ιδεολογική και θεσμική αναντιστοιχία μεταξύ του Ευρωπαϊκού και των εθνικών συνταγμάτων , πράγμα που απειλεί όχι μόνο την προστατευτική προοπτική των εθνικών κανόνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και το σχέδιο αυτής καθ’ εαυτής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης . Είναι προφανές ότι, τουλάχιστον αρχικά, οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών ήταν περισσότερο από ικανοποιημένες  από το γεγονός ότι οι νέο-φιλελεύθερες αποφάσεις σημαντικού πολιτικού κόστους που λαμβάνονταν σε εθνικό επίπεδο μπορούσαν να αποδοθούν στο Λουξεμβούργο. Ωστόσο, η σιωπηρή αυτή παράδοση στο Δικαστήριο της «αναθεωρητικής εξουσίας» να καθορίζει, σχεδόν αποκλειστικά, τις θεμελιώδεις αρχές του Ευρωπαϊκού οικονομικού συντάγματος και την επίδρασή τους στα κοινωνικά δικαιώματα δεν στερείται μόνον πολιτικής νομιμοποίησης, αλλά βρίσκεται επίσης σε αντίφαση προς τις κοινές νομικές παραδόσεις της πλειονότητας των Ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες κατοχυρώνουν την αρχή του «κοινωνικού κράτους». Πάντως, αυτή η αλλαγή παραδείγματος συναντά ήδη την αντίσταση όσων υποστηρίζουν ακόμη την κοινωνική Ευρώπη. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επεξεργάζεται «ένα προσχέδιο σχετικά με τις προκλήσεις στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας», επιδιώκοντας να τροποποιήσει την Οδηγία για τους αποσπασμένους Εργαζομένων . Σε εθνικό επίπεδο, οι Κυβερνήσεις της Σουηδίας και της Δανίας συγκρότησαν επιτροπές, οι οποίες εισηγήθηκαν ήδη απαραίτητες αλλαγές στις νομοθεσίες των χωρών αυτών, προκειμένου να περιορίσουν τις συνέπειες από την απόφαση Laval. Παρόλα αυτά, είναι η γενικευμένη συλλογική αντίδραση που θα διαμορφώσει την τελική έκβαση της νομικής αυτής μάχης. Οι συνδικαλιστικές, ιδίως,  οργανώσεις θα πρέπει να επανεξετάσουν τη στρατηγική τους, αναγνωρίζοντας τη σημασία της διασυνοριακής συνεργασίας και αναπτύσσοντας νέες μορφές διεθνικής αλληλεγγύης. Η ερμηνευτική εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια της νομολογίας του ΔΕΚ είναι επίσης πρωταρχικής σημασίας. Ο εθνικός δικαστής είναι αυτός που θα προβεί στην τελική στάθμιση των αντικρουόμενων δικαιωμάτων, λαμβάνοντας υπ’ όψη την αρχή της αναλογικότητας και της ενότητας της συνταγματικής τάξης που υπηρετεί. Η συνεπής ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων θα πρέπει να θεμελιωθεί στο συνολικό ερμηνευτικό περιεχόμενο του εθνικού συντάγματος, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων περί εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων . Τα εθνικά δικαστήρια δεσμεύονται συνταγματικά να επανεπιβεβαιώσουν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και όχι την ανεξέλεγκτη επιδίωξη της ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα αποδυναμώσουν απλά την αποτελεσματικότητα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εσωτερικού δικαίου, αλλά και θα υπονομεύσουν αμετάκλητα τη συνταγματική και πολιτική νομιμοποίηση των εθνικών έννομων τάξεών τους .  

Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευτεί στην "Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου", 5/2008, σ. 674-693

Διεύθυνση: Πατριάρχου Ιωακείμ 30 Αθήνα 10675 | Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: info@epkodi.gr

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων