Ο εφησυχασμός της κοινωνίας, η αδράνεια και ο συμβιβασμός είναι η αχίλλειος πτέρνα της δημοκρατίας και των θεσμών της

fb

Τάσεις και εξελίξεις στην ΕΕ σχετικά με την αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής προστασίας

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ

ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ

ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

1. Εισαγωγή: Η κρίση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας 2.  Οι στόχοι της ΕΕ για τη διασφάλιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου 3. Οι εθνικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της κρίσεως 4. Οι άξονες των ολοκληρωμένων ρυθμίσεων 5. Συμπεράσματα

***

1. Εισαγωγή: Η κρίση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας H κρίση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και η συνακόλουθη ανάγκη μεταρρυθμίσεων αφορά στο σύνολο των κρατών μελών της ΕΕ και οφείλεται κυρίως στην υποχώρηση του ρυθμού οικονομικής αναπτύξεως,[1] στη δημογραφική γήρανση[2], στη μεταβολή των εργασιακών και οικογενειακών σχέσεων[3] και στη διόγκωση των δαπανών για την προστασία ης υγείας εξαιτίας των ραγδαίων επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων. Η κρίση δηλαδή αφορά σε αυτό καθ' εαυτό το ευρωπαϊκό πρότυπο κοινωνικής προστασίας, το οποίο έχει κοινά χαρακτηριστικά[4], παρά τις σημαντικές διαφορές στην οργάνωση και λειτουργία των εθνικών συστημάτων. Ειδικότερα, δαπανάται υψηλό ποσοστό του για την κοινωνική προστασία[5] και η κοινωνική ασφάλιση και η πρόνοια αναγνωρίζονται ως κοινωνικά δικαιώματα[6]. 2. Οι στόχοι της ΕΕ για τη διασφάλιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου Στην ΕΕ, αν και αναφέρεται συχνά στο ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο και μάλιστα τονίζεται η υπεροχή του έναντι του προτύπου των ΗΠΑ[7], εντούτοις δεν έχει αποφασισθεί η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από τα κράτη μέλη προς αυτήν για την εναρμόνιση των εθνικών συστημάτων κοινωνικής προστασίας[8]. Αρμόδια παραμένουν τα κράτη μέλη, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα συντονισμού[9] των εθνικών συστημάτων, χάριν της διασφαλίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Για την κοινή αντιμετώπιση της κρίσεως του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου η ΕΕ και την επίτευξη των στόχων της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής (άρθρο 136 ΣΕΚ) αξιοποιείται η σύγκλιση των εθνικών συστημάτων (άρθρο 140 ΣΕΚ) και η ανοιχτή μέθοδος συντονισμού[10]. Πρόκειται για μέθοδο κοινωνικής πολιτικής που συνίσταται στη θέση κοινών στόχων, οι οποίοι έχουν προσδιορισθεί με βάση τα εθνικά σχέδια δράσεως, τη σύγκριση και αξιολόγηση των πρακτικών και την εξαγωγή συμπερασμάτων. Η μέθοδος αυτή γίνεται περισσότερο αποτελεσματική, όταν η Επιτροπή και το Συμβούλιο προβαίνουν σε συστάσεις στα κράτη μέλη. Ειδικότερα, οι στόχοι που έχουν τεθεί για τις συντάξεις αναφέρονται κυρίως στην επάρκειά τους, στην οικονομική στήριξη των κοινωνικοασφαλιστικών συστημάτων και στον εκσυγχρονισμό τους με βάση τις αρχές της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής[11]. Η κριτική που ασκείται στην μέθοδο ανοιχτού συντονισμού συνοψίζεται στο ότι δεν κατοχυρώνει νομικά τα κοινωνικά δικαιώματα ούτε αποτρέπει το ενδεχόμενο της κοινωνικής οπισθοδρομήσεως. Ωστόσο, η κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν στηρίζεται στην ανοιχτή μέθοδο συντονισμού, αλλά σε συνταγματικές και διεθνείς (περιλαμβάνονται και οι κοινοτικές) διατάξεις. Η μέθοδος του ανοιχτού συντονισμού δεν έχει σχέση με τον κανόνα δικαίου και τη δεσμευτικότητα των ρυθμίσεων που ο κανόνας δικαίου θέτει. Επομένως, η κριτική επισημαίνει απλώς τα χαρακτηριστικά της μεθόδου και την ανάγκη τα μέτρα που λαμβάνονται για την επίτευξη των κοινών κοινοτικών, κοινωνικών στόχων να μετουσιωθούν σε κανόνες δικαίου. Οι στόχοι για την κοινωνική προστασία που τίθενται στην ΕΕ με βάση την ανοιχτή μέθοδο συντονισμού δεσμεύουν πολιτικά και όχι νομικά τους εθνικούς νομοθέτες. Πρακτικά όμως, κατά τη θέσπιση των εθνικών ρυθμίσεων, οι κοινοτικοί στόχοι δεν τίθενται υπό διαπραγμάτευση. Οι εθνικές ρυθμίσεις τους εξειδικεύουν και τους συμπληρώνουν. Με άλλα λόγια,  οι κοινοτικοί στόχοι που τίθενται με την ανοιχτή μέθοδο συντονισμού είναι καθοριστικοί για τις εθνικές νομοθετικές πρωτοβουλίες και τις σχετικές διοικητικές δράσεις. Για τους λόγους αυτούς επιβάλλεται η ενεργός συμμετοχή των εθνικών αντιπροσώπων στα κοινοτικά όργανα, προκειμένου να συμβάλουν  στη διαμόρφωση θέσεων που αντανακλούν τις εθνικές ιδιαιτερότητες, ανάγκες και δυνατότητες. 3. Οι εθνικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της κρίσεως Η επιλογή της στρατηγικής και των  μέσων για την επίτευξη των εθνικών και εν πολλοίς των κοινοτικών στόχων για την κοινωνική προστασία ανήκει στον εθνικό νομοθέτη, ο οποίος καλείται να θεσπίσει ρυθμίσεις λαμβάνοντας υπόψη τις κρατούσες αξίες, τις οικονομικές δυνατότητες, τα χαρακτηριστικά του εθνικού συστήματος κοινωνικής προστασίας, την εμπειρία άλλων κρατών μελών της ΕΕ κ.λπ. Η αποδοχή των ρυθμίσεων, ιδίως των μεταρρυθμίσεων, στηρίζεται στην επιστημονική τεκμηρίωση και στον διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους και με την κοινωνία των πολιτών γενικότερα. Η συναίνεση πάντως δεν είναι αυτονόητη, διότι διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα και είναι γεγονός ότι στην Ευρώπη οι μεταρρυθμίσεις των συστημάτων κοινωνικής προστασίας συναντούν περισσότερο ή λιγότερο έντονες αντιδράσεις. Οι ρυθμίσεις που εισάγουν τα κράτη μέλη για την εξυπηρέτηση των στόχων που έχει θέσει η ΕΕ στην κοινωνική ασφάλιση μπορεί να διακριθούν σε δύο κατηγορίες. Αυτές που έχουν αποσπασματικό και βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα και αυτές που έχουν ολοκληρωμένο και μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. α)  Οι πρώτες επιδιώκουν την άμεση αντιμετώπιση επιτακτικών οικονομικών ελλειμμάτων μέσω της μειώσεως των δαπανών για τις παροχές της κοινωνικής ασφαλίσεως από τη μια και της αυξήσεως των εσόδων των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως από την άλλη[12]. Ενδεικτικά, παραδείγματα για τη μείωση των δαπανών αποτελούν, η αύξηση του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση, η εισαγωγή και επέκταση της λίστας φαρμάκων, ο δυσμενέστερος υπολογισμός του ύψους των συντάξεων. Παραδείγματα για την αύξηση των εσόδων αποτελούν η εισαγωγή ή αύξηση της κρατικής χρηματοδοτήσεως, η αύξηση του ύψους των εισφορών, η άρση των περιορισμών για τις επενδύσεις των ασφαλιστικών οργανισμών, η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών για τη βεβαίωση και την είσπραξη των οφειλόμενων εισφορών, κ.λπ. Η λογική που επικρατεί κατά τη θέσπιση αυτών των ρυθμίσεων στηρίζεται στο δίπτυχο κόστος - αποτελεσματικότητα. Δεν τη συμμερίζονται όμως όλοι οι θεωρητικοί που ασχολούνται με την κοινωνική προστασία. Υποστηρίζεται ότι η λογική αυτή απορυθμίζει τον θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως και αντί για τα παθητικά μέτρα της μειώσεως των δαπανών με περικοπές πρέπει να θεσπισθούν θετικά μέτρα που να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα στη ρίζα τους με βάση τις αρχές και την τεχνική της κοινωνικής προστασίας[13]. Για παράδειγμα, πρέπει να θεσπισθούν μέτρα για την προσαρμογή της κοινωνικής ασφαλίσεως στις νέες μορφές εργασίας. Σε κάθε περίπτωση οι ρυθμίσεις αυτές έρχονται σύντομα αντιμέτωπες με τα όρια που τους θέτουν ο πυρήνας του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, το σχετικό κοινωνικό κεκτημένο και οι ΔΣΕ του ΔΟΕ για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής προστασίας. Από πολιτικής πλευράς οι ρυθμίσεις αυτές προκαλούν εντάσεις και κοινωνική δυσαρέσκεια, στο μέτρο που δεν μπορούν να πείσουν για την αναγκαιότητά τους και για την ανυπαρξία καλύτερων εναλλακτικών λύσεων. β) Οι ολοκληρωμένες μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις είναι από τη φύση τους σε θέση οδηγήσουν σε επιτυχία τις εθνικές προσπάθειες για την αναμόρφωση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, σύμφωνα με τους στόχους που έχει θέσει η ΕΕ, διότι στηρίζονται στη συνέργια της κοινωνικής προστασίας με την οικονομία και την ανάπτυξη. Η ΕΕ θεωρεί ότι η κοινωνική προστασία είναι παράγοντας της οικονομικής αναπτύξεως, επειδή εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και διατηρεί τη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών. Η κρίση όμως των εθνικών συστημάτων κοινωνικής προστασίας έχει ως αποτέλεσμα να απαιτείται η διάθεση περισσότερων οικονομικών πόρων για τη διατήρηση του σημερινού επιπέδου κοινωνικής προστασίας. Η πέραν του ρυθμού αυξήσεως του ΑΕΠ χρηματοδότηση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας είναι σε θέση να επιβραδύνει τον ρυθμό της οικονομικής αναπτύξεως. Στην ΕΕ τη χρονική περίοδο 2000-2004 οι δαπάνες για την κοινωνική σημασία αυξήθηκαν κατά 16%, ενώ το ΑΕΠ κατά 13%[14]. Υποστηρίζεται η άποψη ότι δεν πρόκειται για οικονομικό αδιέξοδο, αλλά για σύγκρουση αξιών[15]. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι αυτή η σύγκρουση αξιών συνδέεται αναπόσπαστα με το δημογραφικό πρόβλημα, με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, με την απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, με την κοινωνία της πληροφορίας. Κατά την ΕΕ, η διέξοδος από την κρίση εντοπίζεται στη συμμετοχή των εθνικών οικονομιών στον παγκόσμιο πλούτο που αυξάνεται και αναμένεται να αυξηθεί έτι περαιτέρω. Οι εθνικές οικονομίες καλούνται να γίνουν ανταγωνιστικές κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να ενισχυθεί η επιστημονική πρωτοπορία, η καινοτομία, οι επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό και σε υποδομές και να αναβαθμισθεί η δημόσια διοίκηση. Έτσι, προσδοκάται ότι θα αυξηθεί ο ρυθμός της οικονομικής αναπτύξεως και τούτο θα επιτρέψει την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της κοινωνικής προστασίας, παρά τη γήρανση του πληθυσμού και την «απορύθμιση» των εργασιακών σχέσεων. Με άλλα λόγια, η χρηματοδότηση δεν συνδέεται κατ' ανάγκην με τις θέσεις εργασίας ή με τη σχέση εργαζόμενων - συνταξιούχων. Συνδέεται πρωτίστως με την αύξηση του ΑΕΠ και τη διάθεση πόρων για την κοινωνική προστασία. 4. Οι άξονες των ολοκληρωμένων ρυθμίσεων στην ΕΕ[16] Οι ολοκληρωμένες ρυθμίσεις περιστρέφονται γύρω από δύο κυρίως άξονες: (Ι.)  την ενίσχυση της απασχόλησης και (ΙΙ.) την προσαρμογή των συστημάτων κοινωνικής προστασίας στη νέα οικονομική, κοινωνική, εργασιακή, επιστημονική και  τεχνολογική πραγματικότητα Ι. Η ενίσχυση της απασχόλησης α) Η βασική ιδέα είναι ότι η βελτίωση της σχέσεως εργαζομένων προς συνταξιούχους μπορεί να γίνει με την είσοδο στην απασχόληση ομάδων του πληθυσμού που βρίσκονται εκτός παραγωγής ή υποαπασχολούνται, όπως οι άνεργοι, οι γυναίκες, τα ΑμεΑ οι οικονομικοί μετανάστες.  Αναμένεται έτσι να αντιμετωπισθεί το δημογραφικό πρόβλημα, κάτι που κατ' αρχήν είναι ορθό στο μέτρο που η ένταξη των ομάδων αυτών στην παραγωγή επιφέρει οικονομική ανάπτυξη. Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα στην ΕΕ το 2007 δημιουργήθηκαν 6,5 εκατομμύρια νέες θέσεις απασχόλησης και ακόμη 5 εκατομμύρια θέσεις αναμένεται να δημιουργηθούν μέχρι το 2009[17]. Η διαρθρωτική ανεργία έχει μειωθεί περισσότερο από το 1/3 και το ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ σήμερα βρίσκεται στο 66% και αναμένεταν να φθάσει τον στόχο του 70%.[18] Ωστόσο, το δημογραφικό πρόβλημα  δεν πρέπει να υπερτιμάται. Έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια. Αυτή τη στιγμή το σχήμα της δημογραφικής πυραμίδας τείνει προς το παραλληλόγραμμο, αλλά μετά την πάροδο 20 περίπου ετών έχει υπολογισθεί ότι θα τείνει προς το σχήμα του τραπεζίου. Συνεπώς η κρίση αφορά στην περίοδο που το παραλληλόγραμμο σχήμα μετασχηματίζεται σε τραπέζιο. Επιπλέον, η γήρανση του πληθυσμού επηρεάζει πρωτίστως τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που λειτουργούν με βάση το διανεμητικό σύστημα. Επομένως, η σταδιακή πρόσμειξή τους με κεφαλαιοποιητικά στοιχεία μπορεί να έχει εξίσου καλά αποτελέσματα και να συνδυασθεί ενδεχομένως με την ενίσχυση της απασχόλησης. Για παράδειγμα, στην Ισπανία μετά τη Συμφωνία του Τολέδο δημιουργήθηκε ένα «Ταμείο Αποθεματικού», προκειμένου να συγκεντρωθούν κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των μελλοντικών ελλειμμμάτων της κοινωνικής ασφάλισης[19]. Τέλος, η οικονομική ανάπτυξη δεν συνοδεύεται κατ' ανάγκην με υψηλό ποσοστό απασχολήσεως. Δεν είναι τόσο οι θέσεις εργασίας που παράγουν πλούτο όσο η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών στην παγκόσμια αγορά. Επίσης, δεν είναι ο πλούτος που εγγυάται από μόνος του την κοινωνική προστασία, αλλά οι μηχανισμοί αναδιανομής ποσοστού του στο κοινωνικό σύνολο. Εν κατακλείδι, η ενίσχυση της απασχόλησης στο σημείο αυτό αποτελεί περισσότερο μια μεσοπρόθεσμη παρά μια μακροπρόθεσμη απάντηση στην κρίση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. β) Η ένταξη στην απασχόληση ομάδων του πληθυσμού συχνά συνοδεύεται από τον φόβο για ενδεχόμενη απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Η ΕΕ απαντά με την σκανδιναβικής εμπνεύσεως  «flexiruty»,  δηλαδή με τη διασφάλιση ενός εισοδήματος ικανού για την αξιοπρεπή διαβίωση του εργαζομένου για το χρονικό διάστημα που βρίσκεται εκτός παραγωγής και παράλληλα την κατάλληλη εκπαίδευση και τον επαγγελματικό του προσανατολισμό για να ενταχθεί εκ νέου στην παραγωγή. Έτσι, η διασφάλιση του εισοδήματος του άνεργου και ταυτόχρονα η εκπαίδευση και ο επαγγελματικός του προσανατολισμός πάνε χέρι- χέρι. γ) Για να επιτευχθεί η «flexicurity» συνδυάζονται η ασφαλιστική με την προνοιακή τεχνική. Το εισόδημα υποστηρίζεται κατ' αρχήν από την κοινωνική ασφάλιση και εξαιρετικώς από την πρόνοια. Από την άλλη οι ρυθμίσεις για την εκπαίδευση και τον επαγγελματικό προσανατολισμό των άνεργων εμπίπτουν στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας, χωρίς όμως να αποκλείεται κάποια στιγμή να καταστούν αντικείμενο της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας. δ) Στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ και ιδίως στα νέα κράτη μέλη δίδεται έμφαση σε ρυθμίσεις για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, όπως η μείωση των εισφορών για ορισμένο χρόνο μετά την έναρξη της επαγγελματικής δραστηριότητας. Η Ελλάδα μάλλον δεν υστερεί σε επιχειρηματικότητα και τούτο προκύπτει από μια απλή σύγκριση του ποσοστού των ασφαλισμένων του ενεργού πληθυσμού στον ΟΑΕΕ σε σχέση με άλλα κράτη μέλη. Για τον λόγο αυτό η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, π.χ. με τη διακύμανση του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών για τους νέους επιχειρηματίες στην Ελλάδα θα έπρεπε να συνδυάζεται με την ανάπτυξη συγκεκριμένων περιφερειών.  Κάτι αντίστοιχο εφαρμόζει η Νορβηγία υπό την έννοια ότι καθορίζει το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών, ανάλογα με την οικονομική ανάπτυξη των περιφερειών[20]. Πρόκειται για αμφίδρομη δράση, όπου η κοινωνική προστασία γίνεται εργαλείο οικονομικής αναπτύξεως και στη συνέχεια η οικονομική ανάπτυξη ενισχύει την κοινωνική προστασία. ε) Τέλος συναφής με την ένταξη στην απασχόληση είναι η παραμονή στην εργασία μετά τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων για τη συνταξιοδότηση με κίνητρο την αύξηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής. Οι ρυθμίσεις αυτές ενισχύονται και από την πρόσφατη κοινοτική νομοθεσία και νομολογία για την απαγόρευση των διακρίσεων με κριτήριο την ηλικία και ειδικότερα με το ότι δεν επιτρέπεται στον εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, λόγω της συμπληρώσεως των προϋποθέσεων για συνταξιοδότηση[21].   ΙΙ. Η βελτίωση της οργάνωσης και λειτουργίας των συστημάτων κοινωνικής προστασίας Η σύγχρονη και κατάλληλη για τους εξυπηρετούμενες σκοπούς οργανωτική δομή και λειτουργία των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως επιφέρει μείωση του κόστους προς όφελος των δικαιούχων προστασίας. α) Στην ΕΕ οι διακρίσεις των συστημάτων κοινωνικής προστασίας σε τύπου Bismarck και σε τύπου Beveridge έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεπερασθεί. Στις αμιγείς μορφές τους τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως τύπου Beveridge είναι καθολικά συστήματα κοινωνικής αλληλεγγύης, διότι εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο κοινωνικής διαβιώσεως για όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από το ύψος των εισοδημάτων τους και χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αντίθετα, τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως τύπου Bismarck καλύπτουν μόνο τους εργαζόμενους και οι παροχές εξαρτώνται κυρίως από το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτών και εργαζόμενων) στους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Σήμερα τα περισσότερα ευρωπαϊκά συστήματα είναι μεικτά, διότι τα δύο αρχικά πρότυπα έχουν προσεγγίσει το ένα το άλλο. Στο σύνολό τους είναι συστήματα συλλογικά, στηρίζονται στην παρέμβαση του κράτους, είναι υποχρεωτικά και πραγματοποιούν ευρεία αναδιανομή του εισοδήματος. Είναι επομένως προτιμότερο να προσεγγίζει κανείς την κοινωνική προστασία σε σχέση με τον κίνδυνο που καλύπτεται, τις προϋποθέσεις των παροχών και τη χρηματοδότησή τους και όχι με βάση τα γενικά και ασαφή πλέον χαρακτηριστικά του συστήματος. Ωστόσο, η θέσπιση ρυθμίσεων και η λήψη μέτρων που εμπνέονται από διαφορετικά συστήματα  θέλει μεγάλη προσοχή, διότι πρέπει να γίνουν κατάλληλες προσαρμογές, ώστε να ενταχθούν στο ισχύον στη χώρα σύστημα που έχει διαφορετική σύλληψη και λειτουργία. Για παράδειγμα, η ΕΕ δίδει μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη της συμπληρωματικής ασφαλίσεως. Όμως σε συστήματα τύπου Beveridge η συμπληρωματική ασφάλιση αναπτύσσεται, επειδή η κύρια ασφάλιση παρέχει ελάχιστες παροχές και η εισφορά που καταβάλλεται γι' αυτές είναι επίσης χαμηλή. Στα συστήματα τύπου Bismarck η κύρια ασφάλιση χορηγεί υψηλότερες παροχές με αντίστοιχα υψηλότερες καταβαλλόμενες εισφορές. Επομένως, η συμπληρωματική ασφάλιση δεν έχει αντικειμενικά τις  ίδιες δυνατότητες αναπτύξεως. β) Στα συστήματα τύπου Beveridge η δομή είναι κατ' αρχήν ενιαία για την κύρια ασφάλιση, ενώ στα συστήματα τύπου Bismarck είναι πολλαπλή και κατά κανόνα με βάση την επαγγελματική απασχόληση, χωρίς όμως να αποκλείεται και η πολλαπλότητα εντός του ίδιου επαγγελματικού κλάδου, π.χ. ανά επιχείρηση. Επομένως, η πολλαπλή δομή αποτελεί συστατικό στοιχείο των συστημάτων τύπου Bismarck. Η πολλαπλότητα δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι οι ασφαλιστικοί οργανισμοί δεν λειτουργούν με βάση την αρχή της οικονομικότητας. Η εξοικονόμηση δαπανών με την ενοποίησή τους πρέπει να τεκμηριώνεται με οικονομικές μελέτες, διότι όπως είναι γνωστό πολύ συχνά ο γιγαντισμός οργανωτικών μονάδων επιφέρει πολυπλοκότητα και αύξηση των λειτουργικών δαπανών. Τέλος, διαφεύγει μια σημαντική παράμετρος: H αυξανόμενη κινητικότητα των εργαζομένων καθιστά όλο και πιο πολύπλοκο το ασφαλιστικό σύστημα, δεδομένου ότι η διαδοχική ασφάλιση και ο συνυπολογισμός χρόνου ασφάλισης σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ θα αποτελεί τον κανόνα και όχι την  εξαίρεση, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα. Στην πολυπλοκότητα συμβάλλει και το ότι στο μέλλον διαφαίνεται ότι δεν θα υπάρχει σταθερή δια βίου πλήρης απασχόληση, αλλά θα εναλλάσσονται διαστήματα εργασίας (πολλές φορές όχι πλήρους απασχόλησης) με διαστήματα επαγγελματικής κατάρτισης και εξειδίκευσης. Επομένως, στα συστήματα τύπου Bismarck η ενοποίηση των ασφαλιστικών οργανισμών δεν λύνει κάποιο πρόβλημα αφού και πάλι η ασφάλιση οριοθετείται με βάση την επαγγελματική απασχόληση που δεν είναι σταθερή. Άλλες εναλλακτικές σκέψεις θα έπρεπε να εξετασθούν, όπως για παράδειγμα η ενοποίηση των οργανωτικών δομών ανά ασφαλιζόμενο κίνδυνο και ταυτόχρονα η διαφοροποίηση της χρηματοδοτήσεως ανά ασφαλιζόμενο κίνδυνο, π.χ. ενιαίο ταμείο για τα οικογενειακά βάρη χρηματοδοτούμενο με βάση την εθνική αλληλεγγύη, ενιαίο  ταμείο για τον κίνδυνο της ασθένειας κ.λπ. Ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν προσανατολισθεί στη δημιουργία ενιαίου μηχανισμού εισπράξεως των εσόδων των ασφαλιστικών οργανισμών. Έτσι, στις Κάτω Χώρες οι εισφορές εισπράττονται μαζί με τον γενικό φόρο[22]. γ) Στην ΕΕ παρατηρείται μια τάση περιορισμού των κρατών μελών στην εγγύηση των καθεστώτων κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως και απεμπλοκής από οτιδήποτε δεν εντάσσεται σ' αυτήν. Γενικά, η απεμπλοκή είναι μεγαλύτερη, όταν πρόκειται για συμβατικά καθεστώτα επικουρικής ασφαλίσεως και όχι για καθεστώτα επικουρικής ασφαλίσεως που έχουν ιδρυθεί με νόμο. Τα συμβατικά καθεστώτα συμπληρωματικής ασφαλίσεως αποτελούν επιχειρήσεις και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις για τον ανταγωνισμό επιχειρήσεων. Δεν πρόκειται πάντως για ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφαλίσεως, αφού δεν ανατίθεται επιχειρηματική ή παραγωγική δραστηριότητα δημοσίων νομικών προσώπων σε ιδιωτικά[23], αλλά για εισαγωγή διατάξεων ιδιωτικού δικαίου και ειδικότερα διατάξεων για τον ανταγωνισμό. Το ρεύμα αυτό κατ' αρχήν δεν ανατρέπει την κοινωνική ασφάλιση, διότι εντάσσεται στη λογική του συνδυασμού της κοινωνικής ασφαλίσεως με τους στόχους της οικονομικής αναπτύξεως. Παρά ταύτα, πιθανότατα οδηγεί σε συρρίκνωση της κοινωνικής ασφαλίσεως στον πυρήνα του θεσμού. δ) Συναφής με την προώθηση της συμπληρωματικής ασφαλίσεως είναι ο χαρακτηρισμός των καθεστώτων αυτών ως επιχειρήσεων και επομένως η εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου σχετικά με τον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων. Η νομοθεσία για τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος θεωρεί επιχειρήσεις και τις κοινωνικές υπηρεσίες γενικού συμφέροντος[24]. Η νομολογία του ΔΕΚ σχετικά με το αν υπόκεινται ή όχι στο δίκαιο του ανταγωνισμού τα καθεστώτα κύριας και συμπληρωματικής ασφαλίσεως έχει προβληματίσει τους θεωρητικούς που ασχολούνται με την κοινωνική ασφάλιση, διότι αφ' ενός θεωρούν ότι δεν συνάδει με τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα των καθεστώτων αυτών και με την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης την οποία εφαρμόζουν και αφ' ετέρου ότι η στροφή προς τα κεφαλαιοποιητικά και ιδίως τα αποταμιευτικά καθεστώτα αποτελεί υπαναχώρηση από την κοινωνικοασφαλιστική τεχνική και προστασία. ε) Στο πεδίο της χρηματοδοτήσεως οι μεταρρυθμίσεις συνοψίζονται α) στον συνδυασμό των εισφορών με την τακτική ή την έκτακτη κρατική χρηματοδότηση μέσω της φορολογίας[25].  Στην περίπτωση που το σύστημα χρηματοδοτείται, έστω και εν μέρει από τη φορολογία, έχει μεγάλη σημασία το είδος του φόρου, διότι κάθε ένας παρουσιάζει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, όσον αφορά στην απασχόληση, τον ανταγωνισμό, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη. β) στην προσπάθεια να αυξηθούν τα έσοδα των ασφαλιστικών οργανισμών με αποδοτικές και παράλληλα ασφαλείς επενδύσεις της κινητής περιουσίας τους. Η ΕΕ έχει εκπονήσει σχετικό θεσμικό πλαίσιο μόνο για τη συμπληρωματική ασφάλιση. Στην Ελλάδα, η σχετική Οδηγία αφορά στα ταμεία επαγγελματικής ασφαλίσεως του ν. 3029/02. στ) Νόθευση τεχνικών Οι νέοι κοινωνικοί κίνδυνοι (εξάρτηση από τη συμπαράσταση τρίτου προσώπου, οικογενειακά βάρη, ανεργία) αντιμετωπίζονται καλύτερα με βάση την εθνική κοινωνική αλληλεγγύη παρά με βάση την επαγγελματική. Στα περισσότερα κράτη μέλη παρατηρείται συνδυασμός της προνοιακής με την ασφαλιστική τεχνική προκειμένου να καλυφθούν οι νέοι κοινωνικοί κίνδυνοι και να ανανεωθούν τα συστήματα κοινωνικής προστασίας. 5. Συμπεράσματα

  • Η ισορροπία μεταξύ της κοινωνικής ασφαλίσεως και της πρόνοιας, του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου της αλληλεγγύης και της ανταποδοτικότητας της ελευθερίας και της ισότητας δεν είναι η ίδια για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Η κοινωνική προστασία επιχειρεί να προσαρμοσθεί στην πραγματικότητα της παγκοσμιοποιήσεως της αγοράς[26], της απορυθμίσεως των παραδοσιακών σχέσεων εργασίας, της ανατροπής της παραδοσιακής οικογενειακού προτύπου και της κοινωνίας της πληροφορίας. Η προσαρμογή σε κοινοτικό επίπεδο γίνεται με τη σύγκλιση των εθνικών συστημάτων και όχι με εναρμόνιση αυτών.
  • Η κοινωνική ασφάλιση υφίσταται διπλή πίεση και για να αντεπεξέλθει από την προαναφερθείσα κρίση που διέρχεται στρέφεται από τη μια μεριά προς τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και του ανταγωνισμού (κυρίως με την εισαγωγή και επέκταση της συμπληρωματικής ασφάλισης, την θεώρηση των ασφαλιστικών οργανισμών ως επιχειρήσεων, τη θέσπιση κανόνων για την αξιοποίηση της περιουσίας των ασφαλιστικών οργανισμών, ώστε να επιτυγχάνουν καλύτερες αποδόσεις, την ανάθεση ορισμένων κινδύνων σε ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις υπό ειδικό καθεστώς και κρατικό έλεγχο (π.χ. κλάδος ασφαλίσεως ασθένειας στις Κάτω Χώρες), και την εφαρμογή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Από την άλλη η κοινωνική ασφάλιση στρέφεται προς την προνοιακή τεχνική, π.χ. με τη χορήγηση ελαχίστων παροχών ύστερα από έλεγχο των εισοδημάτων ή της καταστάσεως του δικαιούχου. Ο κίνδυνος υποβαθμίσεως του επιπέδου προστασίας των ασφαλισμένων στην περίπτωση αυτή ελλοχεύει.

     


[1] Ως προς την επίδραση της οικονομικής συγκυρίας στα κοινωνικοασφαλιστικά συστήματα, βλ. Συμβούλιο της Ευρώπης, 3οΣυνέδριο των Ευρωπαίων Υπουργών Κοινωνικής Ασφάλειας με θέμα «L'évolution des législations de sécurité sociale depuis 1974», Στρασβούργο, 1985, σ. 14 επ., Bureau International du Travail, La sécurité sociale à l'horizon 2000, Γενεύη, 2η εκδ. 1985, σ. 4 επ. και 115 επ., J. J. Dupeyroux, M. Borghetto, R. Lafore, R. Ruellan, Droit de la sécurité sociale, 14η έκδ. Dalloz, 2001, σ. 94 επ., M. Burdillat, C. Daniel, «Les réformes de systèmes de protection sociale: convergences des orientations et diversité des voies nationales», R.F.A.S., τ. 1, 1999, σ. 9, G. Dorion, A. Guionnet, La sécurité sociale, εκδ. P.U.F, 1989, σ. 101 επ., Η. Νικολακοπούλου - Στεφάνου, Σύγκλιση συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στη Δυτική Ευρώπη, εκδ. Ι. Σιδέρη, 1992, σ.    36-39, Αγ. Στεργίου, Η συνταγματική κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης, εκδ. Σάκκουλα, 1994, σ. 101 επ., Φ. Χατζηδημητρίου, «Η Ενωμένη Ευρώπη βάθρο για την κοινωνική συνοχή και ασφάλεια», Συνδικαλιστική Επιθεώρηση, 1986, σ. 62 επ. [2] Σύμφωνα με στατιστικές προβλέψεις, το 2023 αναμένεται ότι ο πληθυσμός της ΕΕ ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών θα αντιστοιχεί σε ποσοστό 40%, ενώ σήμερα αντιστοιχεί σε 23%. Με άλλα λόγια, σήμερα τέσσερις εργαζόμενοι στηρίζουν ένα συνταξιούχο, ενώ το 2040 προβλέπεται ότι δύο εργαζόμενοι θα στηρίζουν ένα συνταξιούχοEconomic Policy Committee,«Progress Report to the Ecofin Council on the Impact of ageing populations on public pensions systems»,EPC/ECPFIN/581/00-EN-REV.1, Brussels, 6-11-2000, J. J. Dupeyroux, M. Borghetto, R. Lafore, R. Ruellan, ό.π., σ. 146 επ. Κατά τη γνώμη μας, είναι θέμα χρόνου η αποκατάσταση νέας ισορροπίας στη δημογραφική πυραμίδα. Το πρόβλημα είναι παροδικό. Ήδη, οι δαπάνες για τις παροχές γήρατος και θανάτου αντιπροσωπεύουν το 43% των δαπανών της συνολικής κοινωνικής προστασίας στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση. Βλ. Supplementary pension schemes: Commission Communication: 4-6-99, Supplementary pensions the next steps: Commission Communication: 19-5-1998, Modernizing and improving social protection in the European Union, COM(97)102 12-3-1997, σ.    3, 4, 10 και Έκθεση για την κοινωνική προστασία στην Ευρώπη το 1999, COM(2000) 163 τελική, της 21-3-2000, σ. 24 [3] Η πλήρης απασχόληση, κυρίως των ανδρών, καθ' όλη τη διάρκεια της παραγωγικής ζωής αποτελεί μάλλον εξαίρεση. Ο αριθμός των διαζυγίων, των ελεύθερων συμβιώσεων και των μονογονεϊκών οικογενειών έχει κατακόρυφα αυξηθεί. Βλ. Γ. Λεβέντης, ό.π. και ειδικότερα υποσημείωση 4 για βιβλιογραφία σχετική με την απορρύθμιση του εργατικού δικαίου, Αθ. Πετρόγλου, «Η αναγκαιότητα μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης», Ε.Δ.Κ.Α., 2001, σ. 241 επ., Γ. Σπυρόπουλος, «Διεθνής διάσταση μιας ευέλικτης, αλλά κοινωνικά αποδεκτής πολιτικής απασχόλησης», Ε.Ε.Ν., 1998, τ. 9, σ. 385 επ., J. J. Dupeyroyx, M. Borghetto, R. Lafore, R. Ruellan, ό.π., σ. 137 επ. [4] N. Richez - Battesti, ό.π., σ. 82, Chr. Charpy, «L'Europe sociale, une priorité pour la France», Droit Social, τ. 5, 1988, σ. 416. Επίσης, από τα Πρακτικά του Συνεδρίου της Grenoble της 19 - 21 Οκτ. 1998 με θέμα « La cohésion économique et sociale: une finalité de l' Union Européenne», ό.π., βλ. Α. Euzéby, «Le modèle social Européen à l' épreuve de la mondialisation», σ. 139 επ., F. Bafoil, «L'enlargissement de l'Union Européenne aux PECO», σ. 152, J. Vignon, «Les perspectives de la cohésion économique et sociale», σ. 355, J. Bourrinet, «Rapport de synthèse sur les ateliers concernant les moyens et les politiques de la cohésion économique et sociale», σ. 333 επ. και J. van Languendonck, «Le rôle de la sécurité sociale dans le modèle de la société européenne», σ. 223 επ. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι το ευρωπαϊκό πρότυπο στηρίζεται στη μακρά παράδοση του κρατικού παρεμβατισμού για την προστασία των εργαζομένων και την εκπροσώπησή τους από τις συνδικαλιστικές ενώσεις. Ο Guy Braibant, στο La Charte des droits fondamentaux de l'Union Européenne, εκδ. Seuil, 2001, σ. 68, διαπιστώνει ότι η αφθονία και η εξειδίκευση των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν θα γινόταν δεκτή στην Αμερική και ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ θα δώσει στην ΕΕ έναν κατάλογο με κοινές αξίες, τις οποίες καλείται να υπερασπισθεί στις μεγάλες διεθνείς διαπραγματεύσεις. Ο Ι. Κουκιάδης, ό.π., σ. 23 επ. αντιπαραθέτει το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο στο αμερικάνικο, ενώ εμείς περιοριζόμαστε στο πρότυπο της κοινωνικής ασφαλίσεως δηλαδή, σε μέρος του κοινωνικού μοντέλου. Υποστηρίζει ότι τα προσόντα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου είναι η καθολικότητά του, η ποιότητα των υπηρεσιών και η αποτελεσματικότητά του. Ειδικότερα, όσον αφορά το προσόν της ποιότητας κατακρίνει το αμερικανικό μοντέλο ως επιλεκτικό στην αφετηρία του και άνισο ως προς τα αποτελέσματά του. Καταλήγει ότι η Ευρώπη επιτυγχάνει να εξασφαλίσει την αξία της ισότητας ως έκφρασης της κοινωνικής δικαιοσύνης και την αξία της ελεύθερης οικονομίας. Αντίθετα, η Αμερική εξασφαλίζει μόνο την αξία της ελεύθερης οικονομίας. Θεωρεί ότι οι αξίες αυτές είναι ισοδύναμες και για τον λόγο αυτό το ευρωπαϊκό μοντέλο είναι ποιοτικά ανώτερο. Οι απόψεις του συνοψίζονται στη φράση: «το ευρωπαϊκό μοντέλο αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της απόψεως που έχει η Ευρώπη για τη Δημοκρατία, μία αντίληψη που θεωρεί αδιαίρετη την ελευθερία με την ισότητα, τον ελεύθερο ανταγωνισμό με την κοινωνική αλληλλεγγύη» (σ. 135). Σχετικά με τις διαφορές των δύο προτύπων και τα προτερήματα του ευρωπαϊκού βλ. και F. Suárez Conzález, «Les points de vue américains et européens sur la sécurité sociale - la vieillesse», στο Les perspectives américaines et Européennes sur la Sécurité Sociale E.I.S.S., Yearbook, 1995, σ. 164 επ. [5] Στην Ευρώπη το ποσοστό που δαπανάται για την κοινωνική προστασία αντιστοιχεί περίπου στο 25% του Α.Ε.Π., ενώ στις Η.Π.Α. περίπου στο 15%. Βλ. Ι. Κουκιάδης, ό.π., σ. 25. Κατά τον J. P. Dumont, ό.π., σ. 7 επ., στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στην ΕΕ για την κοινωνική προστασία δαπανήθηκε κατά μέσο όρο ποσοστό 22- 23% επί του Α.Ε.Π., στην Ιαπωνία λιγότερο από 12%, στις Η.Π.Α. λιγότερο από 15% και στην Αυστραλία από 16%. Από τα στοιχεία που παραθέτει η N. Richez Battesti, ό.π., σ. 83, προκύπτει ότι το 1994 οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία στην ΕΕ ανήλθαν στο 28,6% επί του Α.Ε.Π., ενώ το 1980 ανέρχονταν στο 24,3%. Παρατηρούμε ότι, ενώ τα ποσοστά που παραθέτουν οι ως άνω συγγραφείς αναφέρονται στις ίδιες περίπου χρονικές περιόδους, εντούτοις παρουσιάζουν αποκλίσεις. Πάντως, η ψαλίδα μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής αντιστοιχεί σε ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο, που κυμαίνεται από 8 έως 13,6%. [6] Η κοινωνική ασφάλεια αναγνωρίζεται ως κοινωνικό δικαίωμα στο άρθρο 34 του Χάρτη για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Το δικαίωμα αυτό προβλέπεται επίσης στα άρθρα 137 και 140 της Συνθήκης,, στο άρθρο 12 τουΕυρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και στο άρθρο 10 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων. Ν. Σκανδάμης, «Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και η κοινωνική ασφάλεια, οι νέες τάσεις», Ε.Δ.Κ.Α., 1986, σ. 1 επ., Κ. Κακούρης, «Η νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου», ΤοΣ, 1987, σ. 7 επ., Α. Καλογερόπουλος, «Το κοινωνικό περιεχόμενο του κοινοτικού δικαίου», στο Φιλελευθερισμός και Κοινωνική Δικαιοσύνη, επιμ. Π. Παραρά, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994, σ. 247 επ., Αθ. Πετρόγλου, «Η κοινωνική ασφάλεια ενόψει του 1993, με βάση τον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των εργαζομένων και του Προγράμματος Δράσης της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», Ε.Δ.Κ.Α., 1990, σ. 132 επ., Π. Παραράς, «Φιλελευθερισμός και κοινωνική δικαιοσύνη, εισαγωγικές σκέψεις», στο Φιλελευθερισμός και Κοινωνική Δικαιοσύνη, ό.π., σ. 15 επ., Π. Παπαρρηγοπούλου, «Ο Κοινοτικός Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων», Ε.Δ.Κ.Α., 1991, σ. 409 επ. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας θεσπίσεως του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στην ΕΕ έντονη ήταν η αντιπαράθεση μεταξύ των Γερμανών, Ισπανών και Άγγλων από τη μια μεριά και των Γάλλων και των λοιπών κρατών μελών από την άλλη, σχετικά με το αν η κοινωνική ασφάλεια και γενικότερα τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελούν «αρχές» ή «δικαιώματα». Κατά την πρώτη ομάδα, εφόσον δεν είναι αγώγιμα, δεν αποτελούν δικαιώματα αλλά απλές αρχές. Κατά τη δεύτερη ομάδα, για να χαρακτηρισθούν δικαιώματα, αρκεί το ότι μετά τη νομοθετική εξειδίκευσή τους αποκτούν αγώγιμο χαρακτήρα. Η παράλειψη της αναφοράς τους ως δικαιωμάτων σ' ένα τόσο σημαντικό κείμενο, όπως ο Χάρτης, θα συνιστούσε κοινωνική οπισθοδρόμηση. Τελικά, δεν έγινε αναφορά στο «δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλεια και την κοινωνική πρόνοια». Συμβιβαστικά υιοθετήθηκε η νομικά λιγότερο ισχυρή έκφραση «η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλεια και την κοινωνική πρόνοια», στο άρθρο 34 του Χάρτη. Το άρθρο αυτό αντιστοιχεί στα παλαιότερα άρθρα 137 και 140 της Συνθήκης. Σχετικά βλ. G. Braibant, ό.π., σ. 44 επ. και 192 επ. και F. Mayer, « La Charte européenne des droits fondamentaux et la Constitution européenne », RTDeur., 2003, σ.190-191. Υποστηρίζεται ότι τα κοινωνικά δικαιώματα δεν θα αναπτυχθούν, επειδή η ΕΕ έχει περιορισμένες αρμοδιότητες ως προς αυτά. Βλ. Τh. Sakellaropoulos, «The Οpen Μethod of Coordination: a Sound Instrument for the Modernization of the European Social Model», στο G. Amitsis, J. Berghman, A. Hmerijck, Th. Sakellaropoulos, A. Stergiou, Y. Stevens, Connecting Welfare Diversity within the European Social Model, εκδ. Intersentia, Antwerpen, Oxford, New York, 2004, σ. 54 επ. Κατά τη γνώμη μας, θα αναπτυχθούν τα κοινωνικά δικαιώματα, επειδή στον Χάρτη αναφέρονται ισότιμα με τα ατομικά - οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα και επειδή ο Χάρτης ενσωματώνεται στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και αποκτά δεσμευτικό χαρακτήρα. Το Δ.Ε.Κ. δεν θα στηρίζεται πλέον στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου ή σε άλλες Διεθνείς Συμβάσεις, αλλά και στην ίδια τη Συνθήκη. Πάντως, η ουσία των κοινωνικών δικαιωμάτων βρίσκεται στην ενίσχυση της κοινοτικής κοινωνικής αλληλεγγύης που δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά διαμέσου ενός ειδικού κοινοτικού ταμείου. Όπως ο Ν. Σκανδάμης παρατηρεί στο άρθρο του «Προστασία των ατομικών δικαιωμάτων οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού χαρακτήρα στην κοινοτική δικαιοταξία», ΤοΣ, 1986, σ.    68-69, η «Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει ευρείες οικονομικές αρμοδιότητες, αλλά λίγες και περιοριστικά προσδιορισμένες κοινωνικές. Οι αναδιανεμητικές της δυνατότητες είναι πολύ περιορισμένες». Τέλος, η Lydia Povie, στο άρθρο της «Le défi communautaire de la lutte contre l'exclusion sociale: la voie des droits sociaux fondamentaux», RDsanit.soc., 1997, σ. 715-735 θέτει το ερώτημα, αν η Ευρώπη των δικαιωμάτων του ανθρώπου θα διαδεχθεί την Ευρώπη των δικαιωμάτων του εργαζόμενου, επισημαίνοντας και αυτή τις αδυναμίες των κοινωνικών δικαιωμάτων που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα το ότι δεν είναι αγώγιμα και ότι η κοινότητα δεν έχει εκτεταμένες σχετικές αρμοδιότητες. Βλ. και Ξ. Κοντιάδης, «Κοινωνικά δικαιώματα και κοινωνική αλληλεγγύη στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα», Ε.Δ.Κ.Α., 2003, σ.  721-736. [7] Ενδεικτικά, βλ. Supplementary pension schemes: Commission Communication, 4-6-99, Αιτιολογική έκθεση στην Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (Ι.Ε.Σ.Π.), αρ. προτ. Επιτροπής (COM/2000/0507 τελικό - COD 2000/0260, Επίσημη Εφημερίδα αρ. C 096 E της 27-3-01, όπου γίνεται εκτεταμένη αναφορά στη σημασία των επαγγελματικών καθεστώτων για τη διατήρηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου. Θεωρείται ότι συμβάλλουν στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη χρηματοδότηση της οικονομίας της ΕΕ,  διότι επενδύουν σε μερίδια και έτσι αυξάνεται η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση των κρατών μελών, η οποία τονίζεται ότι είναι δύο περίπου φορές χαμηλότερη από αυτήν των Η.Π.Α. Επίσης, A ConcernedStrategy for Modernising Social Protection, COM(99)347, final adopted on 14 July 1999, σ. 6, Report on Social Protection inEurope, COM(99)163, σ. 6. [8] European Observatory on Social Security on Migrant Workers within the European Union, «Εuropean Report 2002»,υπεύθυνοι εκδ. Υ. Jorens, B. Schulte, Max Planck Institute, VC/2001/0351, σ. 9. Σήμερα πάντως η εναρμόνιση είναι περισσότερο εφικτή από ποτέ βλ. Π. Παπαρρηγοπούλου, «Προοπτικές εναρμονίσεως των συστημάτων κοινωνικών ασφαλίσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Ε.Δ.Κ.Α., 1999, σ. 89-105. Πάντως το ότι δεν αποφασίζεται η εναρμόνιση μπορεί να οφείλεται  στο ότι το δίκαιο ακολουθεί τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις και δεν έχουν ωριμάσει ακόμη οι συνθήκες για να θεσπισθύν δεσμευτικές νομικές ρυθμίσεις. Μια άλλη εξήγηση είναι ότι η κοινωνική προστασία αποτελεί πεδίο ανταγωνισμού των εθνικών οικονομιών για τον λόγο αυτό δεν αποφασίζεται η εναρμόνιση. [9] Ο συντονισμός ορίζεται ως η σύνδεση της λειτουργίας των νομικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, προκειμένου να μην εμποδίζεται η ελεύθερη διακίνηση (προσώπων, αγαθών κεφαλαίων και υπηρεσιών) στην ΕΕ βλ. και European Observatory on Social Security for Migrant Workers within the European Union, «European Report», ό. π., σ. 10. [10] Ο ανοιχτός συντονισμός αποτελεί ένα από τα μέσα συγκλίσεως των νομικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών δεδομένου ότι τίθενται κοινοί στόχοι και κριτήρια. Βλ. M. Laroque, «Coordination et convergences des systèmes de sécurité sociale des états members de la CEE», Droit Social, 1993, σ. 796, Joint Report onObjectives and Working Methods in the Area of Pensions: Applying the Open Method of Coordination, SOC 469, ECOFIN 334, 14098/01, σ.    2-9 [11] Οι εργασίες για τις συντάξεις έχουν περιληφθεί στις ευρύτερες κατευθυντήριες γραμμές για την οικονομική πολιτική F. Vanderbrouke, «Ευρωπαϊκή Ένωση και κοινωνική προστασία: Τι θα πρότεινε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση», Ανακοίνωση για τη μελέτη των Κοινωνιών, που παρουσιάσθηκε στο Ινστιτούτο Max Planck, Koln, 17-6-2002, σ. 18 επ. Τονίζεται ότι στην επεξεργασία και θέσπιση των κοινών στόχων συμμετέχει και το Συμβούλιο Οικονομικών και Χρηματικών Υποθέσεων (ECOFIN) και το Συμβούλιο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Αυτό αποδεικνύει ότι η κοινωνική ασφάλιση και ειδικότερα οι συντάξεις αποτελούν θέμα βασικής προτεραιότητας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, G. Amitsis, J. Berghman, A. Hmerijck, Th. Sakellaropoulos, A. Stergiou, Y. Stevens, Connecting welfare diversity within the European Social Model, ό.π.,  ιδίως σ. 53 επ. [12] Y. Chassard, «Réforme des retraites: quelques idéés glanées chez nos voisins», Droit Social, 2003, σ. 323 επ., για την Ελλάδα ειδικότερα βλ. Φ. Χατζηδημητρίου, «Η κρίση στη διεθνή κοινωνική ασφάλεια», Συνδικαλιστική Επιθεώρηση, τ. 14, 1986, σ. 72 επ., Κυβερνητικός Αναλογιστής του Ηνωμένου Βασιλείου, ό.π., σ. 270 επ., Υ.Ε.Κ.Α., ό.π., σ. 252 επ. Πάντως, στην Ελλάδα, τη δεκαετία του '80, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ και παρά τη διεθνή οικονομική ύφεση, δεν μειώθηκαν οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία. Ενδεικτικά, η επικουρική ασφάλιση έγινε υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους (άρθρο 3 του 1305/82), οι ανασφάλιστοι υπερήλικες καλύφθηκαν από τον Ο.Γ.Α., δημιουργήθηκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας (E.Σ.Υ.) (ν. 1397/83), η έννοια του εργατικού ατυχήματος ερμηνευόταν από τα Δικαστήρια ευρύτατα, τα κατώτατα όρια συντάξεων αυξήθηκαν κατά 300% κ.λπ. Το ποσοστό του Α.Ε.Π. που δαπανήθηκε για την κοινωνική προστασία το 1980 αντιστοιχούσε σε 3,5%, ενώ το 1984 υπερέβη το 5,5%, κ.λπ., βλ. αναφορά για την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που έγινε από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Κοινωνικής Ασφάλειας (Λουβαίν, 15 Οκτ. 1986). [13] Γ. Λεβέντης, ό.π., σ. 3 επ. Οι παρατηρήσεις του συγγραφέα ισχύουν και για την κοινωνική ασφάλιση, δεδομένου ότι στην Ελλάδα η κοινωνική ασφάλιση στηρίζεται στην απασχόληση. [14] Βλ. Missoc, Info 2/2007, Financing of Social Protection, http://www.europa.eu.int/. στην διεύθυνση απασχολήσεως και κοινωνικής προστασίας, σ. 1. [15] Στεργίου Ά., «Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση. Απαραίτητες αποσαφηνίσεις πριν οι εννοιολογικές συγχύσεις γίνουν επικίνδυνες: Ανταποδοτικότητα versus κοινωνική αλληλεγγύη», EΔΚA 3/2005, σ. 161 κε. [16]  European Commission, Joint Report on Social Protection and Social Inclusion, 2007, European Communities, 2007. [17] Βλ. στην ιστοσελίδα της Δ/νσης Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας την ΕΕ. [18] Ανακοίνωση της ΕΕ με θέμα «Θετικές Προοπτικές για την απασχόληση στην ΕΕ, αλλά η πρόοδος παραμένει ανομοιογενής. Βλ. http://europa.eu/rapid/pressReleasesAction.do? [19] Βλ. Missoc, Info 2/2007, ό.π.10. [20] Βλ. Μissoc, Info 2/2007, ό.π. σ. 10. [21] C-411-05, Felix Palacios de Villa v. Cortefiel Services Sa..................... [22] Βλ. Missoc, Info 2/2007, ό.π., σ. 4. [23] Επ. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο διοικητικού δικαίου, 11η εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2001, παρ. 340. [24] Commission of the European Communities, Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions, A Single Market for the 21stcentury Europe, COM (2007) 724 final. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ανακοίνωση από την Επιτροπή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, Συνοδευτικό έγγραφο της ανακοίνωσης με τίτλο «Μια ενιαία αγορά για τον 21ο αιώνα», Υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, περιλαμβανομένων των κοινωνικών υπηρεσιών γενικού συμφέροντος. Μια νέα ευρωπαϊκή διάσταση, Βρυξέλλες, COM (2007)725 τελικό, Commission of the European Communities, Commission Staff Working Document,Frequently asked questions in relation with Commission Decision of 28 November 2005 on the application of article 86 (2) of the EC Treaty to State aid in the form of public service compensation granted to certain undertakings entrusted with the operation of services of general economic interest, and of the Community Framework for State aid in the form of public service compensation, SEC (2007) 1516. Επίσης, Π. Παπαρρηγοπούλου Πεχλιβανίδη, Η επικουρική κοινωνική ασφάλιση στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002. [25] Σε είκοσι κράτη μέλη της ΕΕ η κοινωνική ασφάλιση χρηματοδοτείται κυρίως με εισφορές και οι κλάδοι που καλύπτουν καθολικές ανάγκες π.χ. οικογενειακά βάρη, ασθένεια με βάση τη φορολογία. Στα περισσότερα κράτη μέλη οι εισφορές κατανέμονται μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων, ωστόσο σε ορισμένα συμμετέχει κατά ένα ποσοστό και το Κράτος. Βλ. Missoc, Info 2/2007, ό.π. σ. 7. [26] European Commission, DGV Employment, Social Affairs and Equal Opportunities, Is Social Europe fit for Globalization? A stydy on the social impact of globalization in the European Union. Executive summary by I. Begg, J. Draxler, J. Mortensen, European Communities, 2007.

Διεύθυνση: Πατριάρχου Ιωακείμ 30 Αθήνα 10675 | Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: info@epkodi.gr

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων